Κώστας Μποτόπουλος

Οι τρείς απαντήσεις στον πληθωρισμό που “ήρθε για να μείνει”: Η Ευρωπαϊκή, η Αμερικάνικη και ο … δρόμος του Ερντογάν

Κάθε βδομάδα με τον Κώστα Μποτόπουλο

 

Τώρα που βεβαιωθήκαμε ότι ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει και δεν θα μειωθεί μόνος του, έρχεται σε πρώτο πλάνο το ζήτημα της ένταξης του σε ένα σύνολο μέτρων, σε μια σφαιρική αντιμετώπιση εξελίξεων που έχουν ήδη συμβεί και συνεχίζουν να εκτυλίσσονται. Είναι μια μεγάλη οικονομική και πολιτική πρόκληση, στην οποία έχουν μέχρι στιγμής δοθεί τριών ειδών απαντήσεις.

Η Ευρωπαική πρόταση: πρωταρχικός στόχος η σταθερότητα των τιμών 

Η πρώτη, που αρχίζει ωστόσο να κλυδωνίζεται, είναι η ευρωπαϊκή, ή μάλλον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα την αδικούσαμε αν τη χαρακτηρίζαμε «ακινησία», βρίσκεται ωστόσο κοντύτερα στη «λογική του κύκλου». Η πρόσφατη (αλλά που διαρκεί πια ένα χρόνο) πληθωριστική πίεση είναι «παροδικό φαινόμενο» (παρότι δεν το χαρακτηρίζουμε πια έτσι). Η οικονομία, μέσα στις διαδοχικές κρίσεις, έχει και άλλες ανάγκες, άρα η ποσοτική χαλάρωση δεν μπορεί να διακοπεί απότομα. Η αύξηση των τιμών μπορεί να αντιμετωπιστεί και με εθνικά μέτρα. Προς το παρόν (αλλά για πόσο; ) αρκεί ένα πιλοτάρισμα βάσει γενικών κατευθύνσεων («forward guidance») αναμένοντας ότι κάποια στιγμή ο κύκλος θα γυρίσει.

Η στάση αυτή έχει ένα στοιχείο διόλου αυτονόητης εσωτερικής εξισορρόπησης, καθώς σύμφωνα με το Καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πρωταρχικός στόχος είναι η σταθερότητα των τιμών και άρα μια πιο δυναμική «αντι-πληθωριστική» πολιτική δεν θα σόκαρε κανέναν (και θα ικανοποιούσε, μέχρι προ τινος, τη Γερμανία, η λείανση της στάσης της οποίας οδήγησε στην παραίτηση του ως πρόσφατα Διοικητή της Μπούντεσμπανκ Γιένς Βάισμαν).

Η υπό την Κριστίν Λαγκάρντ διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συνεχίζει, με ακόμα πιο «πολιτικό» τρόπο, τη «γραμμή Ντράγκι», που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσουμε «έμμεση υπέρβαση της νομισματικής ορθοδοξίας». Έμμεση, και λογικά όχι απόλυτη, που όσο περισσότερο, όμως, μένει στο μεταίχμιο, τόσο περισσότερο δοκιμάζεται. Στην παρέμβαση της αυτή την εβδομάδα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η κυρία Λαγκάρντ έκανε δυο «διορθώσεις» στην ως τώρα γραμμή της ΕΚΤ: παραδέχτηκε ότι ο «πληθωρισμός είναι πιθανό να παραμείνει ψηλός στο εγγύς μέλλον» και προανήγγειλε μηδενισμό των καθαρών αγορών (net purchases) ομολόγων από την ΕΚΤ ως τα τέλη Μαρτίου.

Η Αμερικανική πρόταση: πιο «κάθετα» μέτρα και πιο απότομες αλλαγές

Η δεύτερη «γραμμή» είναι η αμερικανική: χωρίς το διπλό ευρωπαϊκό βάρος της προτεραιότητας του πληθωρισμού ως στόχου και της ανάγκης συνεννόησης πολλών χωρών, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είναι συνηθισμένη σε πιο «κάθετα» μέτρα και πιο απότομες αλλαγές. Η ποσοτική της χαλάρωση ήταν πιο επιθετική (γι’ αυτό και η ανάπτυξη ανώτερη στις ΗΠΑ από ό,τι στην ΕΕ), τώρα ο με ανανεωμένη θητεία Πρόεδρος Τζερόμ Πάουελ δρομολογεί αύξηση επιτοκίων και μάλιστα όχι οριακή. Το πρόβλημα με αυτή την πολιτική είναι ότι ενδεχόμενη μεγάλη μείωση των επιτοκίων είναι πολύ πιθανό να εμποδίσει την «εκκολαπτόμενη» ανάπτυξη σε ένα ακόμα πολύ ευαίσθητο και ευάλωτο περιβάλλον.

Ο Τζόζεφ Στίγλιτς έχει δίκιο όταν καλεί σε μια άλλη ισορροπία, που δεν θα καταστρέψει βήματα προόδου και δεν θα θέσει εκποδών τις βάσεις για δομική αντιμετώπιση φαινομένων με τα οποία θα ζήσουμε, και μέσα από τα οποία η οικονομία θα διαμορφωθεί, τα αμέσως προσεχή χρόνια: αλλαγές στην αγορά εργασίας, αντιμετώπιση της φτώχειας και των ανισοτήτων, ξεμπλοκάρισμα της εφοδιαστικής αλυσίδας, σταθμίσεις ενόψει μέτρων κατά της κλιματικής αλλαγής.

Η τρίτη πρόταση: Στον δρόμο που χάραξε ο Ερντογάν   

Η τρίτη γραμμή, την οποία, προς το παρόν, δεν ακολουθούν πολλές χώρες, αλλά που ίσως, αν τα «ακραία οικονομικά φαινόμενα» συνεχιστούν, κάποιες αισθανθούν την πρόκληση να δοκιμάσουν, είναι μια στάση τύπου Τουρκίας: επιθετική άρνηση της πραγματικότητας.

Ο Ερντογάν, ή μάλλον οι αχυράνθρωποι που διορίζει για να επικυρώνουν τις αποφάσεις που τους υπαγορεύει, μειώνει διαρκώς τα (ονομαστικά) επιτόκια, ενώ ο (πραγματικός) πληθωρισμός έχει φτάσει κοντά στο 50%. Δίνει έτσι την εντύπωση ότι προσφέρει ανάσα στην οικονομία μέσω της ζήτησης (και, εντελώς βραχυπρόθεσμα, δίνει πράγματι μια τέτοια ανάσα), ενώ κατ’ ουσίαν επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, έχει ήδη καταστήσει τη λίρα το πιο ευάλωτο νόμισμα σε όλες τις αναδυόμενες αγορές, διώχνει τους επενδυτές και οδηγεί τη χώρα του στην απομόνωση, άρα στην καταστροφή. Η εξισορρόπηση στην τουρκική περίπτωση περνά αναγκαστικά από αλλαγή πολιτικής, η οποία προϋποθέτει, ακόμα πιο αναγκαστικά, αλλαγή ηγεσίας.

Η χώρα μας έχει την πολυτέλεια να μη χρειάζεται να διαλέξει στρατόπεδο, ούτε καν να πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις: φροντίζει γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δεν έχουμε ωστόσο την πολυτέλεια -κι εδώ έγκειται η δική μας, διόλου απλή, εξισορρόπηση- να κρυφτούμε πίσω από τη γενική πορεία της ευρωζώνης και να αναβάλλουμε στο διηνεκές την αντιμετώπιση ειδικών και επειγουσών προκλήσεων: δημογραφικό πρόβλημα, επενδυτικό κενό, ανεπάρκεια παραγωγής, ρηχή αγορά κεφαλαίων, επιφανειακότητα μεταρρυθμίσεων, μη επάρκεια ξένων επενδύσεων.

Το ΔΝΤ μάς θυμίζει, κι ας έφυγε από «δίπλα» μας, τα τρία πρώτα, τα άλλα τρία τα ζει στο πετσί της η επιχειρηματική κοινότητα, ελληνική και διεθνής. Ας προσθέσουμε κάτι που όλοι ξέρουν αλλά ελάχιστοι λένε: το Ταμείο Ανάκαμψης δεν αποτελεί από μόνο του λύση για όλα αυτά τα ζητήματα, πόσο μάλλον όταν η διαχειριστική διαφάνεια συνεχίζει να αποτελεί μεγάλο ζητούμενο.

Κώστας Μποτόπουλος

Καμία δημοσίευση για προβολή