Κώστας Μποτόπουλος

Το «ελληνικό παράδοξο»: Μια (σχετικά) πλούσια χώρα με (σχετικά) φτωχούς κατοίκους

 

 Του Κώστα Μποτόπουλου

 

Ένα δημοσίευμα των πολύ έγκυρων και καθόλου ανθελληνικών FinancialTimes τάραξε – και πάντως θα όφειλε να ταράξει – τα νερά αυτή την εβδομάδα. Με τίτλο «Η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας σε επώδυνο πλαίσιο»(“Greece’s economic rebound in painful context”), το κείμενο, που υπογράφεται από τη Valentina Romei,εστιάζει σε μια κρίσιμη αναντιστοιχία: ενώ η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια Ευρωζώνης στην ανάπτυξη, αποτελεί συγχρόνως και τη δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με διαρκώς μειούμενη, μάλιστα, την απόσταση από την τελευταία, τη Βουλγαρία) και φτωχότερη ολόκληρης της Ευρωζώνης (χωρίς βέβαια να υπολογίζεται η παραοικονομία).

Η εξήγηση που προσφέρει το δημοσίευμα είναι, κατά τη γνώμη μου, σωστή αλλά όχι πλήρης. Η συρρίκνωση της οικονομίας και της παραγωγικής ικανότητας της Ελλάδας κατά τα χρόνια της κρίσης (2010-2018) βρίσκεται στο επίκεντρο:

  • Αυτά που έχω ονομάσει «τρία τρομερά τριάντα» -30% απώλεια εθνικού εισοδήματος, 30% πραγματική ανεργία, 30% του πληθυσμού στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας- δεν άλλαξε απλώς, αλλά διέλυσε, τις οικονομικές δομές. Το άρθρο κάνει λόγο για «εντελώς εξαιρετική ζημία σε περίοδο ειρήνης», που «μόνο με το αμερικανικό κραχ στη δεκαετία του 1930 μπορεί να συγκριθεί».

Η καταστροφική συνέπεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ

Όταν συμβεί μια τέτοια «αλλαγή πεδίου», ο παράγοντας χρόνος έχει καθοριστική και σε δυο κατευθύνσεις σημασία: τα αποτελέσματα μιας έστω μικρής βελτίωσης φαίνονται γρήγορα και μοιάζουν σημαντικά –σε αυτή τη φάση βρίσκεται η ελληνική οικονομία σήμερα-, αλλά η «δομική ανάκαμψη» αργεί, καθώς στις ήδη υπάρχουσες δυσλειτουργίες –που στην Ελλάδα είναι πολλές και επίσης δομικές- προστίθεται η κάμψη, μεγεθών και ρυθμού, λόγω της πολυετούς αδράνειας. Από αυτή την άποψη, η παράταση της κρίσης για τρία άχρηστα χρόνια (2015-2018) συνιστά μια καταστροφική συνέπεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Ο κατασκευαστικός κλάδος, τον οποίο αναφέρει το δημοσίευμα, είναι πράγματι χαρακτηριστικός, αφού σχεδόν εξαφανίστηκε κατά τα χρόνια της κρίσης και δεν είναι δυνατό να ξαναχτιστεί εκ του μηδενός σε χρόνο μηδέν. Το ίδιο ισχύει και για όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας πλην του τουρισμού, χωρίς όμως να δικαιολογείται η τόσο μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό.

Επιβράδυνση της«πραγματικής ανάκαμψης»

Δεν θα έπρεπε όμως να περιοριστούμε σε αυτή την εξήγηση, όσο και αν στηρίζεται στην πραγματικότητα, γιατί αφήνει απέξω μια σειρά από άλλα φαινόμενα, που αποτελούν αντίστοιχες ελληνικές ιδιαιτερότητες. Το κείμενο, όπως και οι περισσότερες από τις διεθνείς Εκθέσεις για τη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένων των τακτικών Εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάνουν λόγο για συντελούμενες ή συντελεσθείσες «μεταρρυθμίσεις» ως παράγοντα που έχει συμβάλει στην αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Γνώμη μου είναι ότι, ακριβώς επειδή αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» δεν υπήρξαν ποτέ μεταρρυθμίσεις ουσίας – βελτίωση Διοίκησης, δημόσιων υποδομών, διευκόλυνση επενδύσεων και επιχειρηματικής δραστηριότητας, επιτάχυνση δικαιοσύνης, φορολογικός εξορθολογισμός –  οδήγησαν στην επιβράδυνση της«πραγματικής ανάκαμψης», αυτής δηλαδή που μετριέται με βάση το επίπεδο ζωής της πλειοψηφίας των Ελλήνων.

Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι, τα τελευταία χρόνια, αυξήθηκαν τα βάρη που επιβάλλονται στους μισθωτούς, οι οποίοι πλέον πληρώνουν υψηλότερο ετήσιο φόρο από το 85% των ελευθέρων επαγγελματιών (στοιχεία του ΟΟΣΑ), δεν σημαίνει μόνο ότι έχουμε αποτύχει στην πάταξη της φοροδιαφυγής αλλά και στον αγώνα για δίκαιη φορολόγηση και τελικά στην υπόσχεση για μια πιο δίκαιη κατανομή πλούτου: μείωση της αγοραστικής ικανότητας των μισθωτών συν ακρίβεια  συν φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και τους πολύ πλούσιους σημαίνει φτωχότερη κοινωνία –πέρα από κάθε Μνημόνιο.

Οι πελατειακές σχέσεις και η ανισότητα

Το ζήτημα της ακρίβειας απαιτεί βαθύτερη διερεύνηση, αφού η οφειλόμενη στην πανδημία και κυρίως στον πόλεμο στην Ουκρανία αύξηση των τιμών έλαβε χώρα μετά την έξοδο της χώρας μας από την οικονομική κρίση, δηλαδή κατά την «εποχή του rebound». Γιατί να είναι στην Ελλάδα ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ο δεύτερος υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Γιατί, την περσινή χρονιά, όταν οι αυξήσεις τροφίμων στην υπόλοιπη Ευρώπη επιβραδύνθηκαν κατά 5,7%, στην Ελλάδα να αυξηθούν κατά 8,9%; Την απάντηση την ξέρουμε και σχετίζεται και πάλι με την έλλειψη –σωστότερα: τη μη βούληση- δομικών αλλαγών. Λείπουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ανθίζουν οι μονοπωλιακές καταστάσεις, κυριαρχούν οι κάθε λογής πελατειακές σχέσεις. Το αποτέλεσμα το ίδιο: ανισότητα πλούτου, με λίγους να κερδίζουν πολύ περισσότερα και την πλειοψηφία να υποχωρεί.

Χρήσιμη, συνεπώς, η αριθμητική ανάπτυξη, αλλά έχει έρθει ο καιρός να τεθεί στην υπηρεσία του συνόλου.Αλλιώς θα συνεχιστεί το «ελληνικό παράδοξο»: μια (σχετικά) πλούσια (κυρίως χάρις στην Ευρωπαϊκή Ένωση) χώρα με φτωχούς (και πάλι σχετικά) κατοίκους.

Κώστας Μποτόπουλος

Καμία δημοσίευση για προβολή