Stop Game: Τι ακριβώς συνέβη και τι σημαίνει για τις αγορές η «υπόθεση GameStop» – Οι 4 δομικές αντιφάσεις του συστήματος

H υπόθεση GameStop συγκλονίζει τις αγορές

 

Του Κώστα Μποτόπουλου 

Η «υπόθεση GameStop», που από πολλούς, και όχι αδίκως, θεωρήθηκε ένα ακόμα ντιβερτιμέντο από αυτά που προσφέρει αφειδώς ο σύγχρονος κόσμος και ο σύγχρονος καπιταλισμός, αποτελεί, αν ξύσουμε κάτω από την επιφάνεια, μια παραδειγματική εικονογράφηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν στην εποχή μας οι αγορές κεφαλαίου, των κινδύνων και των προκλήσεων που έχουν μπροστά τους.

Για όποιον το βλέπει έτσι -και ανήκω σε αυτούς, όχι μόνο λόγω προτέρου επαγγελματικού βίου αλλά και γιατί θεωρώ γενικώς συναρπαστική τη συναρμογή της οικονομίας με τις γεωπολιτικές εξελίξεις και της μικρής με τη μεγάλη εικόνα- η υπόθεση αποκτά άλλο εύρος και νόημα.

Η ιστορία είναι σχετικά απλή: μια μεγάλου αριθμού και χαλαρά συντονισμένη «ομάδα» διαδικτυακών επενδυτών «επιτέθηκαν» μαζικά στην υποτιμημένη μετοχή της εταιρίας ηλεκτρονικών παιχνιδιών GameStop, με αποτέλεσμα να την ανεβάσουν γρήγορα και σε δυσθεώρητα ύψη, να επιφέρουν μεγάλες ζημιές σε επενδυτικούς οίκους (hedge funds) που είχαν ποντάρει στην χαμηλή αξία της και να τρομοκρατήσουν (πρόσκαιρα;) αγορές και επόπτες.

Πέρα από τα μυθιστορηματικά, και ελαφρώς παραπλανητικά, στοιχεία -Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, επανάσταση των ξυπόλητων, δημοκρατία εναντίον αγορών και τα συναφή-, η υπόθεση απέρρευσε από το συνδυασμό τεσσάρων τεχνικοοικονομικών παραγόντων και μας φέρνει ενώπιον δυο συστημικών προκλήσεων. Οι παράγοντες είναι η φύση του «παιχνιδιού» στις αγορές κεφαλαίου, η νέα γενιά «δυνατοτήτων» (πλατφόρμες) και «παικτών» (μη επαγγελματίες επενδυτές) που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις αγορές, η λειτουργία του λεγόμενου «σορταρίσματος» (short selling) και η προϊούσα αποσύνδεση τέτοιου είδους «επενδυτικών» κινήσεων από την πραγματική οικονομία. Οι δε προκλήσεις δεν έχουν βέβαια σχέση με ενδεχόμενη μίμηση του Τραμπ ή του τραμπισμού στο χρηματοοικονομικό πεδίο, αλλά συνδέονται ευθέως με τα κεντρικά φαινόμενα της εποπτείας επί των αγορών και της ανάπτυξης σε εποχές κρίσης.

Στις αγορές κεφαλαίου το όνομα του παιχνιδιού είναι «ρίσκο» και η έννοια του «υπερβολικού ρίσκου» είναι απούσα. Οι παίκτες παίζουν για να κερδίσουν (χρήματα) και γνωρίζουν ότι μπορούν να χάσουν (χρήματα και φήμη). Χρησιμοποιούν κάθε νόμιμη, και συχνά παράνομη, μέθοδο, επίσης γνωρίζοντας ότι οι πρώτες μπορούν να αποκαλυφθούν και να γυρίσουν μπούμερανγκ και οι δεύτερες να τους «χαρίσουν» υψηλά πρόστιμα ή μερικά χρόνια στη φυλακή.

Στη σύγχρονη εποχή, με ιδιαίτερη έμφαση σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, το «παιχνίδι» στις αγορές κεφαλαίου έχει ανοίξει από τον κύκλο των επαγγελματιών ή των ειδικών περί τα χρηματοοικονομικά σε μια πληθώρα, σχεδόν απειρία, επενδυτών της «μίας μέρας» ή του «εύκολου κέρδους», που δραστηριοποιούνται χωρίς φυσική παρουσία, μέσω «πλατφορμών», δηλαδή τόπων εικονικού (virtual) πονταρίσματος, στη βάση μαθηματικών (αλγοριθμικών) τύπων, που ουδεμία σχέση έχουν με τις εξελίξεις στην οικονομία και τις επιχειρήσεις, καθώς και με την πραγματική αξία μετοχών και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων (ομολόγων, νομισμάτων ή και προϊόντων, προκειμένου περί της αγοράς παραγώγων).

Αυτό που συνέβη στην περίπτωση της GameStop είναι απλό

Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της GameStop, όπου συγκρούστηκαν δυο κατηγορίες επενδυτών, με αντικρουόμενα συμφέροντα αλλά κινούμενων στην ίδια λογική: των επαγγελματικών hedge funds, που είδαν, όπως συχνά κάνουν, στην αδυναμία μιας μετοχής την ευκαιρία να βγάλουν εύκολα κέρδη, και των ερασιτεχνών της «μιας μέρας», οι οποίοι, δικτυωμένοι στην πλατφόρμα συναλλαγών Robinhood, στην οποία τους οδήγησε η πλατφόρμα «συζητήσεων» (chat) Reddit, «έμαθαν» ότι οι επαγγελματίες της αγοράς πιέζουν τη μετοχή της GameStop, την αγόρασαν μαζικά, ανέβασαν την τιμή της, έβγαλαν κέρδη οι ίδιοι και ανάγκασαν σε υποχώρηση τους «αντιπάλους».

Η χρηματιστηριακή τεχνική στην οποία βασίστηκε αυτή η «μάχη» είναι το απολύτως νόμιμο «σορτάρισμα», δηλαδή η σύναψη συμφωνίας για μελλοντική αγορά μετοχών με την προσδοκία ότι θα πέσουν, ώστε να αφήσουν κέρδος σε αυτούς που είχαν ποντάρει, και συχνά προκαλέσει, την πτώση τους. Στην περίπτωση της GameStop όχι μόνο δεν υπήρξε πτώση, λόγω των μαζικών αγορών των μικροεπενδυτών που ανέβασαν την τιμή, αλλά, αντίθετα, οι επαγγελματίες επενδυτές κατέγραψαν μεγάλες ζημιές, αφού αναγκάστηκαν να αγοράσουν τις μετοχές πολύ ακριβά φοβούμενοι ότι θα συνέχιζαν να ανεβαίνουν και θα έχαναν ακόμα περισσότερα. Ούτε Δαβίδ ούτε Γολιάθ, λοιπόν, απλώς η κλασική χρηματιστηριακή εικόνα του καταβρεγμένου με τη μάνικα στο χέρι -προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της εποχής.

Στην περίπτωση της GameStop οι αγορές ηρέμησαν μετά από λίγες μέρες, η μετοχή της συγκεκριμένης εταιρίας έχασε γρήγορα το μισό της αξίας της και θα συνεχίσει να χάνει μέχρι να φτάσει περίπου στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από όλο αυτό το πανηγύρι, οι μικροί και οι μεγάλοι επενδυτές πήγαν παρακάτω και ψάχνουν, ο καθένας από την πλευρά του, την επόμενη μετοχή ως θύμα ή θύτη, η νέα Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Μπάιντεν, και πρώην συνάδελφός μου πρόεδρος της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC), συγκάλεσε καλού-κακού τους συστημικούς φορείς (Κεντρική Τράπεζα, SEC και SFDT/επόπτη του χρηματιστηρίου παραγώγων) για να «μελετήσουν την κατάσταση και να λάβουν μέτρα» (του τύπου «το σύστημα έχει αδυναμίες αλλά λειτουργεί καλά»).

Το πιο ενδιαφέρον, και χαρακτηριστικό της ενδογαμίας του συστήματος, είναι ότι τις απώλειες των επενδυτικών οίκων που είχαν «σορτάρει» τη μετοχή της GameStop τις σταμάτησε η ίδια η πλατφόρμα Robinhood, αφού, από ένα σημείο και πέρα, δεν μπορούσε να διαχειριστεί άλλες εντολές αγοράς της ίδιας μετοχής και αναγκάστηκε να κλείσει την κάνουλα. Ο Ρομπέν μοίρασε στους φτωχούς αλλά έδωσε κι ένα άλογο στο Σερίφη του Νότιγχαμ για να ξεφύγει και να συνεχίσουν το παιχνίδι τους στο δάσος.

Οι 4 δομικές αντιφάσεις του συστήματος

Η υπόθεση, πέρα από τη βραχείας διάρκειας ανατριχίλα που προκάλεσε, έβγαλε στην επιφάνεια μια σειρά από δομικές αντιφάσεις του ίδιου του συστήματος:

Αντίφαση πρώτη: η κρίση φέρνει μεγαλύτερο παραλογισμό, όχι ξεκαθάρισμα των αγορών: το 2020, εν μέσω πανδημίας και σταματήματος της οικονομίας, είχαμε, για να μείνουμε στην αμερικανική αγορά, έκρηξη εισαγωγών εταιριών στο χρηματιστήριο σε υψηλότατες τιμές, καθώς και το «φαινόμενο Tesla», της εταιρίας ηλεκτρικών αυτοκινήτων που έφτασε, χωρίς να έχει ακόμα ξεκινήσει μαζική παραγωγή και χωρίς να κυκλοφορούν στους δρόμους ηλεκτρικά αυτοκίνητα, να έχει εκατονταπλάσια σχέση χρηματιστηριακής αξίας -κερδών από τη Facebook και την Apple.

Αντίφαση δεύτερη: ενώ υποτίθεται ότι οι κατεξοχήν «ελεύθερες» αγορές κεφαλαίου προκαλούν μια διαρκή «δημιουργική καταστροφή», διώχνοντας τις «κακές» εταιρίες και επενδυτές και ανταμείβοντας τους «καλούς», η «σκλήρυνση» των εποπτικών και ρυθμιστικών κανόνων και η υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική, ασχέτως επιδόσεων επιχειρήσεων, κλάδων της οικονομίας ή χωρών, πνίγουν τις αγορές στη ρευστότητα αλλά και στην ομίχλη.

Αντίφαση τρίτη: η ελευθερία που στηρίζεται μόνο στο μεγάλο αριθμό -στην προκείμενη περίπτωση επενδυτών- μπορεί εύκολα να γυρίσει στο αντίθετο της, όταν «οι πολλοί» δεν έχουν σωστή πληροφόρηση, δεν γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού και προσέρχονται με διάθεση να «τιμωρήσουν» ή να «θριαμβεύσουν» και όχι να δημιουργήσουν αξία: το πώς συγκεντρώνονται τόσοι επενδυτές στις ψηφιακές πλατφόρμες και με ποιους όρους «παίζουν», όπως και υπό ποια εχέγγυα λειτουργούν τα hedge funds, έχει πολύ πιο μεγάλη σημασία από το ποιος θα κερδίσει στην αναμέτρηση μεταξύ Wall Street (των επαγγελματιών της αγοράς) και Main Street (των «απλών ανθρώπων/επενδυτών»). Πόσο μάλλον που το παιχνίδι, ιδίως στην Αμερική, είναι σημαδεμένο:

Οι επόπτες της Wall Street προέρχονται συνήθως από τη Wall Street, όπως συνέβη με τη Janet Yelen, που ήταν μεγαλοδικηγόρος εισηγμένων εταιριών πριν γίνει Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στη συνέχεια καλούνταν έναντι αδρής αμοιβής να μιλήσει στα συνέδρια των διάφορων ηλεκτρονικών εταιριών που τώρα επιθυμεί να «ρυθμίσει» από τη θέση της Υπουργού Οικονομικών.  Το «δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ρύθμιση» αλλά και το «δεν υπάρχει ρύθμιση όταν ρυθμιστές και ρυθμιζόμενοι ταυτίζονται» είναι πιο επίκαιρα, αλλά και πιο μακρινά, από ποτέ.

Αντίφαση τέταρτη: όσο μεγαλύτερη η οικονομική «ανωμαλία» -κρίση, αύξηση τεχνητής ρευστότητας, αποκοπή από πραγματική οικονομία-, τόσο μεγαλώνει η διάθεση, αλλά και οι δυνατότητες -μέσω τεχνολογίας, πλατφορμών, αγελαίας συμπεριφοράς- για «ρίσκο χωρίς σκέψη», δηλαδή για «κέρδος για το κέρδος», κάτι που αποτελεί θερμοκήπιο των κάθε λογής «φουσκών» (επόμενες ενόψει: ασήμι, κρυπτονομίσματα), οι οποίες, μοιραία, κάποια στιγμή θα σκάσουν. Το φίδι θα καταλήξει να φάει την ουρά του.

Το διακύβευμα και οι προκλήσεις

Αυτό που διακυβεύεται, συνεπώς, δεν είναι ούτε η «αντοχή» του συστήματος –«ελεύθερη αγορά» θα πει μηχανισμοί που προσαρμόζονται ώστε να συνεχίσουν να βγάζουν κέρδος ό,τι και αν συμβεί- ούτε το νομικό οπλοστάσιο των εποπτικών αρχών. Για περιπτώσεις σαν κι αυτήν που μας απασχόλησε, υπάρχει, και στις ΗΠΑ και πολύ πιο οργανωμένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, νομοθεσία και για το ίδιο το short selling, και για τη χειραγώγηση αγοράς, εάν μέσω του short selling επηρεάζεται τεχνητά η τιμή μιας μετοχής, και για την απάτη, εάν στοιχειοθετείται αυτή ποινικά, και για τρόπους με τους οποίους οι επόπτες μπορούν να προειδοποιούν το επενδυτικό κοινό για επικίνδυνες πρακτικές, ακόμα και να απαγορεύουν, σε οριακές περιπτώσεις, συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα ή συναλλαγές.

Οι πραγματικές προκλήσεις είναι πολύ ευρύτερες, και γι’ αυτό πολύ δύσκολες. Τι είδους εποπτεία θα μπορούσε να έχει νόημα απέναντι στο διπλό φαινόμενο της απομάκρυνσης από τον άνθρωπο, μέσω της τεχνολογίας, και της απομάκρυνσης από την οικονομική πραγματικότητα, λόγω της αναζήτησης κέρδους μέσα από την ανισότητα και την αδιαφάνεια. Και, λόγω ακριβώς αυτής της λειτουργίας της αγοράς κεφαλαίων, για τι είδους «ανάπτυξη» μιλάμε, όταν ανάπτυξη δεν σημαίνει πια παραγωγή. Το μείζον πρόβλημα των αγορών, αλλά και της οικονομίας γενικότερα, θα είναι, στο αμέσως προσεχές διάστημα, η μη συρρίκνωση, δηλαδή η μη πλήρης μετατροπή σε χρηματοοικονομικό προϊόν, της επερχόμενης «πράσινης αγοράς». Μέχρι τότε, το παιχνίδι θα συνεχίζεται, με παροδικές αναταράξεις, αλλά απαράλλαχτο -απαράλλαχτα κυρίαρχο κι απαράλλαχτα ανέλεγκτο.

  • Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο

 

Καμία δημοσίευση για προβολή