Τι προτείνει ο Γιάννης Στουρνάρας για τη βιομηχανική πολιτική. Οι τέσσερις άξονες της ανάπτυξης

Στουρνάρας

«Η ελληνική βιομηχανία κατέγραψε σημαντική ανάκαμψη την περίοδο 2017 – 2022, μετά από μία περίοδο έντονης ύφεσης, 2011-2015. Μάλιστα, η ανάκαμψη αυτή ήταν μεγαλύτερη από αυτή του συνόλου της οικονομίας» ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του με θέμα «Ο ρόλος της βιομηχανίας στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας» στην ανοιχτή εκδήλωση που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Στερεάς Ελλάδας (ΣΒΣΕ).

Κεντρικό θέμα της συνέλευσης είναι: «Η Ελλάδα Ενώπιον Νέων Αναπτυξιακών και Επενδυτικών Προοπτικών».

Η υψηλή ανάπτυξη στον τομέα της μεταποίησης

Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι μεταξύ άλλων ότι η υψηλή ανάπτυξη στον τομέα της μεταποίησης την περίοδο 2017-2021 συνοδεύθηκε από άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

  • Υπογράμμισε μάλιστα, ότι οι πιο δυναμικοί κλάδοι της μεταποίησης σε όρους ανάπτυξης και παραγωγικότητας που αναδείχθηκαν ήταν τα «πετρελαιοειδή», η «κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών», η «κατασκευή μηχανοκίνητων οχημάτων», η «κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού», η «κατασκευή μεταλλικών προϊόντων» και η «παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων».

Αύξηση των επενδύσεων και της εξωστρέφειας

Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι το επίπεδο το επενδύσεων στη μεταποίηση το 2021 αντιστοιχούσε σε 9,8% των συνολικών επενδύσεων στην οικονομία, προσθέτοντας ότι η ανάκαμψη του τομέα της μεταποίησης και η άνοδος της παραγωγικότητάς του συνδέονται με σημαντική άνοδο της εξαγωγικής του επίδοσης. Συγκεκριμένα, η εξαγωγική επίδοση στη μεταποίηση, που ορίζεται ως ο λόγος των εξαγωγών στον τομέα της μεταποίησης προς το συνολικό ακαθάριστο προϊόν της μεταποίησης, αυξήθηκε από 55,3% κατά μέσο όρο την περίοδο 2017-2020 σε 61% το 2021.

Αδυναμίες και προκλήσεις της ελληνικής βιομηχανίας

«Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν διαχρονικά μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Συγκεκριμένα, η μέση βιομηχανική επιχείρηση στην Ελλάδα απασχολούσε περίπου 5-6 εργαζόμενους την περίοδο 2011-2018 έναντι περίπου 15 που ήταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την αδυναμία ανάπτυξης οικονομιών κλίμακας, τη δυσκολία στην εύρεση χρηματοδότησης, καθώς και τη δυσκολία επέκτασης σε νέες αγορές. Οι εν λόγω παράγοντες μειώνουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Και υπενθύμισε ότι την περίοδο της κρίσης χρέους, οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε σημαντική μείωση των επενδύσεων, λόγω αυξημένης αβεβαιότητας και μειωμένης ζήτησης. Ως συνέπεια, οι βιομηχανικές επενδύσεις περιορίστηκαν σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται χαμηλός βαθμός ανανέωσης του παραγωγικού εξοπλισμού και των διαδικασιών και μεθόδων παραγωγής, αποθήκευσης και διάθεσης των προϊόντων και υπηρεσιών.

Χαμηλή εκπαίδευση

Αίσθηση προκαλεί η επισήμανση του κ. Στουρνάρα ότι παρόλο που την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα το ποσοστό ατόμων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες, οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού βρίσκονται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την Ε.Ε. Επομένως, το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης δεν ανταποκρίνεται στο βαθμό του επιθυμητού στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας έχει πολλαπλές συνέπειες. Οι υπερκαταρτισμένοι εργαζόμενοι αισθάνονται μικρότερη εργασιακή ικανοποίηση, λαμβάνουν χαμηλότερο μισθό από εργαζομένους με παρόμοιες δεξιότητες, ενώ οι επιχειρήσεις στερούνται ταλαντούχου εργατικού δυναμικού. Η σωστή αντιστοίχιση δεξιοτήτων είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μια οικονομία που έχασε σημαντικό μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της λόγω της μετανάστευσης και μπορεί να βοηθήσει στην άνοδο της παραγωγικότητας.

Χαμηλή βαθμολογία

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη μέση βαθμολογία στην Παγκόσμια Έρευνα Μάνατζμεντ σε δείγμα επιλεγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ, γεγονός που υπονομεύει την παραγωγικότητα των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε θέματα διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, προγραμματισμού, εποπτείας των εργαζομένων, καθώς και ανάπτυξης συνεργειών, διαλόγου και συνεργασίας. Αντιθέτως τείνουν να τα καταφέρνουν καλύτερα στη λήψη αποφάσεων, ενδεχομένως από μόνο ένα άτομο.

Η Ελλάδα κατατάσσεται επίσης χαμηλά στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας. Επιπλέον, σημαντική υστέρηση καταγράφεται και στις δαπάνες που προέρχονται από επιχειρήσεις για Ε&Α, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να δαπανούν το 0,59% του ΑΕΠ για το 2019 έναντι των ευρωπαϊκών που δαπανούν το 1,42% του ΑΕΠ για το ίδιο έτος.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός οικονομίας και επιχειρήσεων στη χώρα κινείται ταχύτερα σε σχέση με το παρελθόν αλλά όχι ακόμα αρκετά ώστε να κλείσει η ψαλίδα με την ΕΕ.

Πρόσθετες προκλήσεις για την ελληνική βιομηχανία αποτελούν, μεταξύ άλλων, το μη ανταγωνιστικό ενεργειακό κόστος με την εγχώρια χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας να είναι υψηλότερη σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός το οποίο προϋπήρχε της ενεργειακής κρίσης, η απώλεια επιστημονικού προσωπικού προς χώρες του εξωτερικού λόγω του “brain drain”, και oι αδυναμίες στο πλαίσιο αδειοδότησης και χωροθέτησης επιχειρήσεων λόγω μη ύπαρξης καθορισμένων χρήσεων γης.

Προτάσεις πολιτικής

Ο κ. Στουρνάρας τόνισε επίσης, ότι η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί ταχύτατα με μία ρεαλιστική και συνεκτική βιομηχανική πολιτική, η οποία θα δημιουργεί προϋποθέσεις για μια ανταγωνιστική βιομηχανία που καινοτομεί, παράγει, εξάγει, δημιουργεί εισοδήματα και νέες υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Στο πλαίσιο αυτό η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας θα πρέπει να βασίζεται στους επόμενους τέσσερις άξονες:

• Εξωστρέφεια και διεθνοποίηση
• Πράσινος μετασχηματισμός
• Καινοτομία, Έρευνα και Ανάπτυξη και εξειδίκευση
• Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο βιομηχανικής πολιτικής

Τέλος ο διοικητής της ΤτΕ, υπογράμμισε ότι η πανδημία COVID-19 και η ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ανέδειξαν τις υπερβολικές εξαρτήσεις της ΕΕ από τρίτες χώρες, οι οποίες μπορούν να υπονομεύσουν τους στόχους πολιτικής της αλλά και την κυριαρχία της.

Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρχικά, χαλάρωσε τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων ώστε να καταστεί εφικτή η χορήγηση σημαντικών εθνικών επιδοτήσεων στη βιομηχανία και, στη συνέχεια, επικαιροποίησε τη νέα βιομηχανική στρατηγική της, αξιοποιώντας τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την πανδημία. Η βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη επικεντρώνεται στους ακόλουθους βασικούς τομείς: ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ενιαίας αγοράς, αντιμετώπιση των στρατηγικών εξαρτήσεων της ΕΕ, επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.

Εθνικό σχέδιο δράσης

Κλείνοντας, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη και ευημερία της ελληνικής βιομηχανίας: στο πλαίσιο αυτό, η υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης της Εθνικής Στρατηγικής Βιομηχανίας, θα βοηθήσει στην αύξηση της συμβολής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, στην άνοδο των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων και στη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του Σχεδίου αποτελεί η απορρόφηση και αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και χρηματοδοτικών εργαλείων. Η αξιοποίηση αυτών των κεφαλαίων σε συνδυασμό με την κινητοποίηση αυξημένων ιδιωτικών επενδύσεων μπορεί να βοηθήσει στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής βιομηχανίας.

Καμία δημοσίευση για προβολή