Τι προβλέπουν οι διεθνείς οίκοι για τον ρυθμό ανάπτυξης στην Ελλάδα. Πόσο μας επηρεάζει το γεωπολιτικό σοκ από τον πόλεμο στην Ουκρανία

Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία να έχει οδηγήσει σε μείωση των προβλέψεων για την ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος στο 3%-3,5% από 4,5%-5,5%, σε σημαντική άνοδο του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και να έχει δημιουργήσει ανησυχίες για «φρένο» στις αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, ωστόσο οι αναλυτές δεν ανησυχούν για τις προοπτικές της χώρας.

Το γεωπολιτικό σοκ θα επιβραδύνει αλλά δεν εκτροχιάσει την ανάπτυξη

Το γεωπολιτικό σοκ θα επιβραδύνει, αλλά δεν θα εκτροχιάσει την ανάπτυξη, η οποία θα παραμείνει υψηλή σε επίπεδο Ευρωζώνης, ενώ τόσο η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές όσο και η επίτευξη της επενδυτής βαθμίδας εκτιμάται ότι δεν κινδυνεύουν.

Ο πόλεμος αλλά και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχουν κάνει απαγορευτική έως τώρα τη δεύτερη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές για το 2022 – καθώς η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει εκτοξευθεί στο 2,9% και στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2019, ενώ το spread κινείται σταθερά πάνω από τις 200 μονάδες βάσης.

Ωστόσο, οι αναλυτές δεν θεωρούν ότι η πρόσβαση της χώρας στις αγορές θα αντιμετωπίσει προβλήματα ή ότι η απουσία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους επηρεάζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τη χώρα.

Τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, τα οποία κινούνται από τις αρχές του έτους στα 35-40 δισ. ευρώ, αποτελούν «ασφάλεια» και «όπλο» για το ελληνικό Δημόσιο και επιτρέπουν στον ΟΔΔΗΧ να είναι ευέλικτος για το πότε θα προχωρήσει σε νέα έκδοση, τη στιγμή που με την έκδοση του 10ετούς τον Ιανουάριο έχει ήδη εξασφαλίσει το 25% του ετήσιου (ανώτερου) στόχου των 12 δισ. ευρώ.

Η άνοδος των αποδόσεων δυσκολεύει τη δουλειά του ΟΔΔΗΧ

Οπως σημειώνει στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο Σεμπάστιαν Φελέχνερ, επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα της DZ Bank, η άνοδος των αποδόσεων δυσκολεύει τη δουλειά του ΟΔΔΗΧ.

Αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται να μην έχει ως στόχο να προχωρήσει σε κάποια νέα έκδοση σε μια πολύ δυναμική κατάσταση της αγοράς. Δεν είναι μόνο το επίπεδο απόδοσης που είναι καθοριστικό, αλλά και η δυναμική. Αλλά αυτό δεν είναι κακό για τον ΟΔΔΗΧ, καθώς έχει τα περιθώρια να περιμένει, επισημαίνει ο κ. Φελέχνερ.

Αλλωστε όπως σημείωσε και ο Δημήτρης Τσάκωνας, γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ, μιλώντας σε πάνελ για τα ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο του Capital Link Forum στη Νέα Υόρκη, «δεδομένου του σημερινού ευμετάβλητου περιβάλλοντος στις κεφαλαιαγορές και λόγω της ευνοϊκής δομής του ελληνικού χαρτοφυλακίου χρέους και των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του ελληνικού Δημοσίου, η δραστηριότητα έκδοσης και διαχείρισης για το 2022 θα είναι ευέλικτη σε όλες τις πτυχές της, τόσο από την άποψη του χρόνου πρόσβασης στις αγορές όσο και ως προς τον όγκο των εκδόσεων, τις διάρκειες κ.λπ.».

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ανάγκη για χρηματοδότηση

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ανάγκη για χρηματοδότηση, σημειώνει στην «Κ» και ο επικεφαλής επενδύσεων συναλλάγματος της Bank of America, Αθανάσιος Βαμβακίδης.

Η Ελλάδα έχει σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα και, παρά το πολύ υψηλό επίπεδο χρέους, εξαιρετικά χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του για το υπόλοιπο της δεκαετίας. Ωστόσο, όπως προσθέτει, η εύκολη πρόσβαση στην αγορά έχει σημασία για την εμπιστοσύνη και έχει ευρείες επιπτώσεις για την υπόλοιπη οικονομία.

Οι ελληνικές αποδόσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα φέτος, αλλά από πολύ χαμηλά επίπεδα, και συμβαδίζουν με την άνοδο των αποδόσεων στην υπόλοιπη περιφέρεια, καθώς και στις παγκόσμιες αγορές, σημειώνει ο κ. Βαμβακίδης εξηγώντας πως αυτό οφείλεται στην εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής των τιμών των αγορών και δεν έχει καμία σχέση με τις εγχώριες συνθήκες.

«Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι λογικό για τις Αρχές να περιμένουν να καταλαγιάσει η σκόνη πριν προσπαθήσουν να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στις αγορές, ιδιαίτερα εάν δεν χρειάζονται πρόσθετη χρηματοδότηση. Εάν υπάρξει έντονη αναταραχή στις αγορές, θα περιμέναμε από την ΕΚΤ να παρέμβει».

Το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP

Το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP αναμένεται να λειτουργήσει υποστηρικτικά για την αγορά. «Θα διατηρηθεί έτσι η ευελιξία του PEPP, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να κρατάει κρατικά ομόλογα πάνω από τα αυτοεπιβαλλόμενα όρια ποσοτικής χαλάρωσης», σημειώνει ο κ. Βαμβακίδης.

«Εάν αυτό δεν είναι αρκετό, η ΕΚΤ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το πρόγραμμα OMT, αλλά αυτό απαιτεί επίσης να υπόκεινται οι χώρες σε όρους. Η ΕΚΤ συνειδητοποιεί ότι το τελευταίο δεν είναι πολιτικά εύκολο να γίνει αποδεκτό, αλλά δεν έχει βρει ακόμη εναλλακτική λύση.

Σε κάθε περίπτωση, θα περίμενα μια λύση για το σύνολο της περιφέρειας αν τα πράγματα επιδεινωθούν έντονα, προς όφελος και της Ελλάδας. Αυτή τη φορά η Ελλάδα δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ως μια ξεχωριστή, χειρότερη περίπτωση».

Η επενδυτική βαθμίδα

Ο στόχος της επίτευξης της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023 παραμένει για την ελληνική κυβέρνηση, με τους αναλυτές να θεωρούν πως η γεωπολιτική κρίση δεν αναμένεται να καθυστερήσει τον δρόμο της Ελλάδας προς αυτό το ορόσημο.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της DZ Bank είναι απόλυτα εφικτή έως το 2023, καθώς η Ελλάδα έχει ήδη κάνει πολλά βήματα για την επιστροφή στην κανονικότητα.

«Οσο τα δημοσιονομικά ισοζύγια παραμένουν υπό έλεγχο και η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε όταν αυτοί επανεισαχθούν, δεν θα ανησυχούσα για την ικανότητα επίτευξης της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023», σημειώνει ο κ. Βαμβακίδης, προσθέτοντας πάντως ότι αυτό προϋποθέτει επίσης ότι δεν θα υπάρξει καμία προεκλογική δαπάνη το 2023.

Καμία δημοσίευση για προβολή