Κώστας Μποτόπουλος

Τι σημαίνει “εύρωστη” οικονομία και γιατί καθυστερούν ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις σε Φορολογία, Υγεία, Παιδεία, Διοίκηση

 

Του Κώστα Μποτόπουλου

 

Με το τέλος της χρονιάς και την κατάθεση του προϋπολογισμού, έρχεται και η διεθνής αποτίμηση της ελληνικής οικονομίας –το είδαμε τις προηγούμενες εβδομάδες μέσα από τις Εκθέσεις του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τη βδομάδα που κλείνει, είχαμε τις προβλέψεις-συστάσεις του ΟΟΣΑ, οι οποίες κινούνται κι αυτές σε θετικό κλίμα –«εύρωστη» χαρακτηρίζεται η ελληνική οικονομία-αλλά προσθέτουν ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία.

Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων

Το πρώτο είναι η σχετικά μικρότερη αισιοδοξία για τις μέσο- και μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας μας. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει, «κόντρα» στο κυβερνητικό «αφήγημα», καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και θεωρεί ότι παραμένουν ως προκλήσεις, και μάλιστα «μείζονες» -άρα δεν έχουν αντιμετωπιστεί μέχρι στιγμής αποτελεσματικά- η παραγωγικότητα και η κλιματική αλλαγή.

  • Είναι αλήθεια, που έχει επισημανθεί επανειλημμένα και μέσα από αυτές τις στήλες: η δημοσιονομική βελτίωση και η κάλυψη μεγάλου μέρους «χαμένου» χρόνου και εισοδήματος δεν συνεπάγεται αυτόματη επίλυση, ή έστω αντιμετώπιση, δομικών προβλημάτων και δυσλειτουργιών.

Η οικονομία μας παραμένει ρηχή, δυσκίνητη, με χαμηλή έμφαση στην καινοτομία και τις δεξιότητες –αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με το δυσμενές διεθνές κλίμα, κάνουν τον ΟΟΣΑ να «διορθώνει προς τα κάτω» τις προοπτικές της ελληνικής ανάπτυξης για το 2024: από το 2,9%, που αποτελεί τη βάση του προϋπολογισμού, στο 1,9%, που και πάλι βέβαια δεν είναι διόλου αμελητέο, ιδίως αν συγκριθεί με το 0,9% της Ευρωζώνης.

Έμφαση στις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις

Το δεύτερο στοιχείο, μακράν πιο κρίσιμο για τη «μεγάλη εικόνα», είναι η έμφαση στις μεταρρυθμίσεις. Έμφαση αναγκαία, αλλά που, όπως γίνεται, οδηγεί μάλλον σε αύξηση των παρεξηγήσεων παρά σε υποβοήθηση λύσεων. Ο διεθνής οργανισμός επικεντρώνεται στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης και στην ενίσχυση της αποδοτικότητας, όμως τα μέτρα που προτείνει, αλλά και τα πεδία που παραλείπει είναι, κατά τη γνώμη μου, αναντίστοιχα της ελληνικής πραγματικότητας.

Γιατί η απόδοση δικαιοσύνης δεν αφορά μόνο στις επενδύσεις, αλλά σε πολύ ζωτικότερα δημοκρατικά αγαθά, και δεν θα επιταχυνθεί με «ανάπτυξη εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών», που ήδη προβλέπονται και που ενισχύει, στα χαρτιά, το συζητούμενο αυτές τις μέρες σχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η δε εργασία δεν θα καταστεί αποδοτικότερη μέσω μεγαλύτερης «ευελιξίας», όπως προτείνει ο ΟΟΣΑ, δηλαδή μέσω αύξησης άτυπων μορφών και μείωσης εγγυήσεων. Και στη δικαιοσύνη και στην απασχόληση απαιτούνται βαθύτερες και ουσιαστικότερες τομές, που να τολμούν να αγγίξουν ριζωμένες συνήθειες, νοοτροπίες, τη σχέση του πολιτικού συστήματος με την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη –ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των πραγματικών μεταρρυθμίσεων και στα οποία, δυστυχώς, ελάχιστη πρόοδος έχει γίνει.

Κρίσιμα παραδείγματα

Το αποδεικνύει, μεταξύ πολλών παραδειγμάτων, το πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο, που, αντί της υπεσχημένης βαθιάς τομής και εξορθολογισμού του συστήματος, επιστρέφει στις δοκιμασμένες, πλην άδικες και συγχρόνως αναποτελεσματικές, συνταγές των «οριζόντιων» ρυθμίσεων και των «τεκμηρίων».

Το αποδεικνύει επίσης, με ακόμα οδυνηρότερο για τους πολίτες της χώρας μας τρόπο, η συνεχιζόμενη κατάσταση στους τρεις βασικούς δημόσιους τομείς: Διοίκηση (η ψηφιοποίηση είναι μέσο, όχι τελικός στόχος), Υγεία (καμία ουσιώδης αναβάθμιση δομών και συνθηκών), Παιδεία (εν αρχή ην η «φιλοσοφία της μάθησης»).

Ο ΟΟΣΑ δεν μιλάει για αυτά, αλλά εκεί κρίνεται η τύχη των μεταρρυθμίσεων, αν θέλουμε να είναι άξιες του ονόματός τους.

Κώστας Μποτόπουλος

Καμία δημοσίευση για προβολή