Κώστας Μποτόπουλος

Το σύνδρομο του “Τσοβόλα δώστα όλα” κυριαρχεί στην προεκλογική σκηνή. Οι “μετρημένες” υποσχέσεις της ΝΔ και τα νούμερα του ΣΥΡΙΖΑ που τρομάζουν

 

Και ξαφνικά, σα να μην είχε υπάρξει χρεοκοπία πριν από δεκατρία χρόνια, σα να μην έζησε και έμαθε το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τη λιτότητα και την ανάγκη συμμαζέματος των δημόσιων οικονομικών, σαν να μην υπάρχει δομικός πληθωρισμός, ενεργειακή και σύντομα και κλιματική κρίση, σα να μην παλεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση να βρει μια ισορροπία, σα να μην έχει η Ελλάδα το υψηλότερο χρέος στην ευρωζώνη, σα να θέλουμε με το ζόρι να ξαναγυρίσουμε στο 2010, ενώ είμαστε στο 2023 –ξαφνικά, και αδικαιολόγητα, σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία τα κόμματα εξουσίας το έριξαν στις παροχές.

H ευθύνη των “μετρημένων” υποσχέσεων

Η βασική ευθύνη ανήκει, κατά τη γνώμη μου, στην κυβέρνηση, η οποία θεώρησε καλό να μετατρέψει την επιδοματική πολιτική που σε μεγάλο χαρακτήρισε τη θητεία της, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη λόγω των έκτακτων συνθηκών αυτής της θητείας, σε επίσημο προεκλογικό δόγμα και, άρα, σε δέσμευση και για μια ενδεχόμενη νέα θητεία.

Μπορεί οι «υποσχέσεις» της να είναι πιο μετρημένες –και υπό τις δύο έννοιες: υπολογισμένες και μετριοπαθείς- από της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όμως το παράδειγμα δεν είναι καλό. Παροχές από τον Πρωθυπουργό σε προεκλογικές ομιλίες και τηλεοπτικές συνεντεύξεις του, εξαγγελία επιπλέον παροχών από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, παροχές στο επίσημο κυβερνητικό πρόγραμμα και άλλες μετά την κατάθεση του προεκλογικού προγράμματος, παροχές από τα χείλη κάθε υποψηφίου σε κάθε γωνιά της χώρας. Παροχές που αγγίζουν όλα τα πεδία: αύξηση μισθών γενικά και του κατώτατου ειδικά (η μόνη, ίσως, αναγκαία), για τους δημοσίους υπαλλήλους οριζοντίως (ενώ αυτό που χρειάζεται είναι η διαφοροποίηση με βάση προσόντα, ευθύνη και επιδόσεις), για τις οικογένειες (το βάρος πρέπει να πέσει σε όσες έχουν πραγματικά και αντικειμενικά ανάγκη), για τα ήδη υπάρχοντα επιδόματα.

ΣΥΡΙΖΑ: “ένα εσείς, δέκα εμείς…”

Από την «άλλη όχθη», ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να υπερακοντίσει και να μετατρέψει το άθλημα σε πρωτάθλημα: ένα εσείς, δέκα εμείς (πόσο μάλλον που δεν πρόκειται να κυβερνήσουμε). Με επιπλέον προσθήκες ΦΠΑ, απαλλαγές από ενοχλητικές υποχρεώσεις (δάνεια, δόσεις κλπ) και κλείσιμο του ματιού για τακτοποίηση «αδικιών» (φορολογικών, ασφαλιστικών, ακόμα και εκπαιδευτικών). Τα νούμερα τρομάζουν: αν η κυβερνητική πρόταση αποτιμήθηκε -από την ίδια την κυβέρνηση και όχι από το Γενικό Λογιστήριο όπως η κυβέρνηση αρχικά ισχυρίστηκε- σε 9 δις, η αντίστοιχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πιο κοντά στα 40.

Το δε ζήτημα του ποιος κοστολογεί τα μέτρα είναι σημαντικό μεν, αλλά δεν αλλάζει το κακό που γίνεται με τις προεκλογικές εξαγγελίες: ακόμα και να συμφωνηθεί σήμερα από τα κόμματα ένας επίσημος «κοστολογητής» -που πάντως δεν μπορεί να είναι οργανισμός άλλων λειτουργιών και καθηκόντων-, οι εκλογές τόσο της 21ης Μαΐου όσο και του Ιουλίου θα γίνουν με «ακοστολόγητες», και επικίνδυνες, υποσχέσεις παροχών.

Η γενικευμένη και «προγραμματική» παροχολογία

Όπως διεμήνυσαν με τον τρόπο τους -θεσμικό ο πρώτος, εξ εμπειρίας και λογικής οι υπόλοιποι- ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο πρώην Υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος και οικονομολόγοι κύρους όπως ο Κ. Μήλας («Καθημερινή», 9/5/2023) και ο Φ. Σαχινίδης (ήδη από το Σεπτέμβριο του 2022, στα «Νέα»), η παροχολογία, πόσο μάλλον όταν είναι γενικευμένη και «προγραμματική», σκάβει πολλαπλώς το λάκκο της ακόμα εύθραυστης ελληνικής οικονομίας:

  • τεντώνει πέρα από τα όρια του το δημοσιονομικό χώρο,
  • δημιουργεί μια εντύπωση δημοσιονομικού εφησυχασμού,
  • υποβαθμίζει υπαρκτά ακόμα –και σοβαρά, παρά τη βελτίωση σε έχει επέλθει σε αρκετούς δείκτες- δομικά προβλήματα (εκτέλεση προϋπολογισμού, δημόσιο και κρατικό χρέος, πραγματικό ΑΕΠ, παραγωγική βάση),
  • ναρκοθετεί την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας (που σε μεγάλο βαθμό στηριζόταν στην οικονομική αξιοπιστία που είχε καταφέρει να χτίσει η απερχόμενη κυβέρνηση),
  • δημιουργεί προβλήματα έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και γενικώς της Ευρωζώνης,
  • δυσχεραίνει τη φορολογική είσπραξη και, κυρίως, τη διαρκώς αναβαλλόμενη φορολογική απλούστευση και εξισορρόπηση,
  • «εκπαιδεύει» τον πολίτη στη χαλαρότητα και στην αναμονή «βοήθειας» έως σωτηρίας από το κράτος.

Αν η συγκρότηση από κοινού μιας σταθερής «Εθνικής Δημοσιονομικής Στρατηγικής», την οποία πρότεινε ο Αλέκος Παπαδόπουλος, είναι ουτοπική –σίγουρα προεκλογικά και, φοβούμαι, και μετεκλογικά-, ένα μορατόριουμ στην παροχολογία, έστω και την ύστατη ώρα, θα αποτελούσε πράξη σύνεσης και ευθύνης. Αλλά ίσως πλέον να μην είναι εφικτό.

Κώστας Μποτόπουλος

Καμία δημοσίευση για προβολή