Υψηλότερες δόσεις δανείων φέρνει η άνοδος των επιτοκίων. Ποια είδη δανείων και από πότε θα επιβαρυνθούν με μεγαλύτερο κόστος

Υψηλότερες δόσεις δανείων φέρνει η άνοδος των επιτοκίων

Αντιμέτωποι με την προοπτική ανόδου των επιτοκίων που θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης των οφειλών τους στις τράπεζες, είναι οι Έλληνες δανειολήπτες που μαζί με το υψηλό κόστος ενέργειας και διαβίωσης, καλούνται να συνεκτιμήσουν και το ενδεχόμενο αύξησης της δόσης του δανείου τους.

Η προοπτική ανόδου των επιτοκίων στην ευρωζώνη έχει προεξοφληθεί και ανεξάρτητα από το αν θα γίνει μέσα στο καλοκαίρι, το φθινόπωρο ή στα τέλη του χρόνου, θα αποτελέσει μια νέα πραγματικότητα, με την οποία θα πρέπει να συμβιβαστούν οι δανειολήπτες, που έβλεπαν τα τελευταία χρόνια τη δόση του δανείου να μειώνεται λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της υποχώρησης του euribor σε αρνητικό έδαφος.

Κυμαινόμενα επιτόκια

Το euribor 3μήνου με το οποίο είναι συνδεδεμένο το 90% – 95% του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, άνω των 100 δισ. ευρώ, αλλά και η πλειοψηφία των δανείων που έχει περάσει στα χέρια των funds, βρίσκεται εδώ και 7 περίπου χρόνια και συγκεκριμένα από τον Απρίλιο του 2015 σε αρνητικό έδαφος.

Σήμερα διαμορφώνεται στο -0,57%, ακολουθώντας πτωτική πορεία από το επίπεδο του 1% που ήταν το Φεβρουάριο του 2012.

Έτσι τα κυμαινόμενα επιτόκια, αποτέλεσαν σύμμαχο των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην εξυπηρέτηση του χρέους τους, περιορίζοντας την πίεση που δέχτηκαν την προηγούμενη δεκαετία της βαθιάς κρίσης.

Η μεσοπρόσθεσμη τάση των επιτοκίων 

Η συζήτηση για την προοπτική ανόδου των επιτοκίων δεν εξαντλείται στην τρέχουσα συγκυρία.

Αφορά κυρίως την μεσοπρόθεσμη τάση τους υπό το πρίσμα του υψηλού πληθωρισμού που άγγιξε το υψηλότερο επίπεδο της 20ετίας και το ενδεχόμενο να πάρει μονιμότερα χαρακτηριστικά.

Την προοπτική να περάσουμε σε θετικά επιτόκια προεξόφλησε την περασμένη εβδομάδα και ο επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία, σημειώνοντας ότι κάτι τέτοιο αποτελεί καλό νέο για τις τράπεζες, αλλά όχι για τον ιδιωτικό τομέα, που μπορεί να αντιμετωπίσει «δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων του», συμπληρώνοντας ότι «θα πρέπει να αποτελέσει σημείο προσοχής για τις τράπεζες».

Τα στεγαστικά δάνεια 

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής της Κυριακής, μεγάλο μέρος των δανείων του ιδιωτικού τομέα έχει επωφεληθεί από το αρνητικό επιτόκιο, καθώς η βάση υπολογισμού τους ξεκινά από αρνητικό επίπεδο του -0,50% πάνω στο οποίο υπολογίστηκε το spread, δηλαδή το περιθώριο που εφαρμόζει η τράπεζα.

Για τα στεγαστικά δάνεια η άνοδος κατά 25 ή 50 μονάδες θα συμπαρασύρει και την ανατιμολόγηση αυτών των δανείων ισόποσα και ανάλογα με το spread, που μπορεί να είναι από 2,30% έως 2,80%, η μηνιαία επιβάρυνση θα ξεκινά από 12 ευρώ για ένα δάνειο π.χ. 100.000 ευρώ διάρκειας 20 ετών, αλλά μπορεί να φτάσει και τα 50 ευρώ το μήνα για το ίδιο δάνειο, εάν το spread είναι 2,80%.

Σε αντίθεση με αυτή την ξεκάθαρη σχετικά πολιτική, ένας σημαντικός όγκος δανείων δεν τιμολογείται σήμερα με βάση το αρνητικό euribor, αλλά με μηδενικό επιτόκιο, πάνω στο οποίο προστίθεται το περιθώριο της τράπεζας.

Στην «τραπεζική γλώσσα» πρόκειται για τα δάνεια zero floor, δηλαδή μηδενικού επιτοκίου, στα οποία δεν αποτυπώνεται το αρνητικό euribor και τιμολογούνται σαν το euribor να είναι στο 0. Η κατηγορία αυτή θα επηρεαστεί από τη στιγμή που η άνοδος του euribor ξεπεράσει τη μισή μονάδα, από το -0,5 που βρίσκεται σήμερα.

Μικρή αύξηση

Τραπεζικά στελέχη εξηγούν επίσης ότι η αναμενόμενη μικρή άνοδος των επιτοκίων σε αυτή τη φάση δεν θα πρέπει να αποτελεί ιδιαίτερο λόγο ανησυχίας για ένα σημαντικό αριθμό δανειοληπτών που έχουν στεγαστικό δάνειο, ακόμη και αν το δάνειο δεν είναι zero floor και συνδέεται απευθείας με το euribor.

Αυτό γιατί μεγάλο μέρος των στεγαστικών δανείων που έχουν συναφθεί στο παρελθόν, έχουν καλύψει την τοκοφόρο περίοδο και βρίσκονται πλέον στην κατάσταση αποπληρωμής του κεφαλαίου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλα τα στεγαστικά δάνεια με 20ετή διάρκεια, η πρώτη δεκαετία είναι περίοδος που ο δανειολήπτης πληρώνει κυρίως τόκους και η αποπληρωμή του κεφαλαίου είναι κυρίως τη δεύτερη δεκαετία με έμφαση μάλιστα στην τελευταία πενταετία, όπου οι τόκοι αντιπροσωπεύουν το 10% -15% της οφειλής.

Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των στεγαστικών δανείων στη χώρα μας είναι συμβάσεις του 2000 έως και το 2010, ο μηχανισμός αυτός αποτελεί μια πρόσθετη δικλείδα ασφαλείας, τουλάχιστον για τα δάνεια αυτής της κατηγορίας και εφόσον οι δανειολήπτες δεν έχουν επαναδιαπραγματευθεί τις συμβάσεις τους επιμηκύνοντας τη διάρκεια του δανείου για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους π.χ. τα 30 – 35 χρόνια.

Τα επιχειρηματικά δάνεια 

Δεν ισχύει το ίδιο για τα επιχειρηματικά δάνεια, η πλειοψηφία των οποίων είναι ευθέως συνδεδεμένη με το euribor, αλλά και τις ανακυκλούμενες επιχειρηματικές πιστώσεις που δεν ακολουθούν αυτόν τον κανόνα του εκτοκισμού.

Πρόκειται για τα δάνεια που θα επηρεαστούν άμεσα ακόμη και από την μικρή άνοδο των επιτοκίων, που θα περάσει αυτόματα και θα αυξήσει ανάλογα και με το ύψος της πίστωσης και του spread, τη μηνιαία δόση ενός δανείου.

Ως αντίδοτο, οι τράπεζες προωθούν το τελευταίο διάστημα μαζικά δάνεια σταθερού επιτοκίου όχι μόνο για αγορά ή επισκευή κατοικίας, αλλά και για επιχειρηματικούς σκοπούς.

Τα επιχειρηματικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο είναι αυξημένα έως και 100 μονάδες βάσης από τα τρέχοντα κυμαινόμενα, που διαμορφώνονται κοντά στο 6%.

Τα σταθερά επιτόκια και στην επιχειρηματική πίστη αποσκοπούν στο να αμβλύνουν την αβεβαιότητα που υπάρχει διάχυτη από την άνοδο του πληθωρισμού και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε έναν ανοδικό κύκλο τα επιτόκια, πέραν δηλαδή μιας «διόρθωσης» από το σημερινό αρνητικό επίπεδο.

Καμία δημοσίευση για προβολή