Ζητείται εθνικό δόγμα – Δεν υπάρχει ούτε “διαιτητής” ούτε “μοχλός πίεσης” της Τουρκίας. Είμαστε εμείς και αυτοί

    Η συμφωνία του Ελσίνκι (Σημίτης, 1999) ήταν μια κάποια λύση. Η κοινοτικοποίηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων μας προσέφερε ανακούφιση για πάνω από δύο δεκαετίες. Φορτώνοντας στον ευρωπαϊκό γάιδαρο το διπλωματικό μας φορτίο βολευτήκαμε στην αυταπάτη ότι αποφεύγουμε τα χειρότερα με τον δύστροπο γείτονα που είναι πολύ πιο ογκώδης (με βάση τον πληθυσμό), πολύ πιο σφριγηλός (με βάση τον αριθμό των νέων ανθρώπων), πολύ πιο απρόβλεπτος (αγνοώντας το διεθνές δίκαιο και το κοινοτικό κεκτημένο). 

    Αλλά το παραμύθι -και η παραμυθία- δεν κράτησε όσο θα θέλαμε. Το προσφυγικό μπέρδεψε πολύ τα πράγματα. Η Αγκυρα ελέγχει την ένταση των μεταναστευτικών ροών και παίζει με τη στρόφιγγα ανάλογα με τη διάθεσή της τη συγκεκριμένη συγκυρία. Οι σχέσεις της με τις Βρυξέλλες επιδεινώνονται διαρκώς και ο Μακρόν προωθεί την ιδέα της διακοπής της ενταξιακής της πορείας. Η Μέρκελ αγωνιά για το μέλλον του κυβερνητικού της συνασπισμού, οι επιφυλάξεις για τη διεύρυνση της ΕΕ ενισχύονται, ο εθνικισμός μεγαλώνει, ξενοφοβικά και ισλαμοφοβικά σύνδρομα απευλευθερώνονται και μαζί τους ο αντιτουρκισμός.

    Την ίδια ώρα η Αμερική του Τραμπ ακολουθώντας στρατηγική απομονωτισμού στις διεθνείς σχέσεις δεν ενδιαφέρεται για μικρά περιφερειακά ζητήματα, όπως είναι γι αυτήν ό,τι αφορά το Αιγαίο. Κι όσο για τη Ρωσία του Πούτιν, πρωτίστως δίνει βάση στις πωλήσεις όπλων και στην ενίσχυση της επιρροής της στα Βαλκάνια. Να βασιστούμε στο Ισραήλ; Αστείο και να το συζητά κανείς εκτός αν θέλει να ρίξει τα ελληνοτουρκικά στην πυρά της Μέσης Ανατολής. 

    Κάπως έτσι, φτάνουμε σε ένα σημείο στο οποίο αναδεικνύεται με δραματικό τρόπο η έλλειψη στρατηγικής στα εθνικά θέματα. Η τουρκική προκλητικότητα κλιμακώνεται και δεν μπορούμε πια να λέμε “θα το πω στο δάσκαλο” της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ο δάσκαλος αγωνιά για τον μισθό του και δεν έχει ενέργεια να αναλώσει στους τσακωμούς των μαθητών. Είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε διαιτητής ούτε μοχλός πίεσης της Τουρκίας.

    Είμαστε εμείς και αυτοί. Και εμείς είμαστε διχασμένοι και χαμένοι σε εμφύλια πάθη που η ιστορία έχει δείξει ότι δεν μας βγαίνουν σε καλό. Πόσο μάλλον τώρα που επείγει η συνεννόηση για το τι κάνουμε με την απέναντι χώρα. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Μια καλή αρχή θα ήταν να τεθεί η ερώτηση και να αποτελέσει αφορμή προβληματισμού για όσους βολεύονται να κατηγορούν τον πολιτικό αντίπαλο για μειωμένο πατριωτισμό ή διπλωματική ανικανότητα. Τα “δίνουμε στην Αγκυρα την απάντηση που πρέπει” και τα “υπονομεύετε το διεθνές κύρος της χώρας” είναι καλά για να ανεβαίνουν τα αίματα στα τηλεοπτικά πάνελ αλλά καθόλου δεν προστατεύουν το εθνικό μας μέλλον. 

    Καμία δημοσίευση για προβολή