Η αύξηση και η “ανακατανομή” του ΑΕΠ. Οι δύο στρατηγικές για την οικονομία και την κοινωνία

Του Παναγιώτη Μπράτσου
Από ό,τι δείχνουν οι  δημοσκοπήσεις  η ΝΔ πηγαίνει στις εκλογές της 25ης Ιουνίου εξασφαλίζοντας μια σχετικα άνετη αυτοδυναμία και με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο κόμμα.
Οι βασικοι  λόγοι αυτής διαφαινόμενης εξέλιξης είναι  η διαφορά  αξιοπιστίας , σοβαρότητας , διοικητικής και διαχειριστικής ικανότητας του Κ. Μητσοτάκη σε σχέση με τον Α.Τσιπρα και  η οποία αποτυπώνεται στη πολύ μεγάλη διαφορά  “καταλληλότητας” μεταξύ   του τέως αλλά και μελλοντικού  ΠΘ και του Α.Τσιπρα  καθώς στην απροσδοκητα μεγάλης διαφοράς που προέκυψε στις εκλογές της 22ης Μαϊου .
Σε οικονομικό επίπεδο , και πίσω από αυτες τις διαπιστώσεις , υπάρχουν και δύο διαφορετικές στρατηγικές σε σχέση με την οικονομική πολιτική .
Αυτή της ΝΔ η οποια στοχεύει την μεγιστοποίηση στην αύξηση του ΑΕΠ.
Και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και εν μέρει αυτή του ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ ) ,  η οποία αποσκοπεί περισσότερο στην ανακατανομή του ΑΕΠ μέσω κυρίως  μείωσης του ΦΠΑ και αύξησης των εταιρικών φόρων .
Κατά την άποψη μας οι δύο αυτές στρατηγικές  έχουν και διαφοροποιημένες δυνατότητες σχετικά με το δημοσιονομικο χώρο που μπορεί να δημιουργηθεί για την εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής και για την  αύξηση των μισθων .

Η αύξηση και η “ανακατανομή” του ΑΕΠ

Η στρατηγική της στόχευσης για αύξηση του ΑΕΠ θα δώσει  περισσότερο χώρο για άσκηση κοινωνικής πολιτικής και περισσότερες δυνατότητες για αύξηση μισθών σε σχέση με τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ .
Γιατί ;
Κατ ‘ αρχάς να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει σίγουρος τρόπος για να αποδειχθεί αυτή η θέση ,  διότι δεν είναι δυνατόν , για ευνόητους λόγους,  να συγκριθουν ταυτόχρονα  οι δύο στρατηγικές για την περίοδο 2023 – 2027. Απλά ,μέχρι  το 2027 θα διαπιστωθεί  το επίπεδο αποτελεσματικότητας της στρατηγικής της ΝΔ. Αυτή του ΣΥΡΙΖΑ θα παραμεινει , απλώς ως μια πρόταση ,  βασισμένη σε  δογματισμους αποκομμένους από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας .
Δύο παρατηρήσεις καθώς και η ανάπτυξη του συλλογισμού μας θα ριξουν φως στην εκφρασμένη θέση μας , για την στήριξη της.

Οι δύο στρατηγικές

Η αποτελεσματικότητα  της στρατηγικής της ΝΔ ,  με την γενική μείωση της άμεσης φορολογίας , έχει αποδειχθεί από τις οικονομικές  επιδόσεις της περιόδου 2019 – 2023 .
Η χώρα μας είχε διπλάσιο ποσοστό ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Επίσης , από προγενεστερες  μελέτες του ΟΟΣΑ , έχει διαπιστωθεί ότι η αύξηση της φορολογίας σε χώρες της Ν.Ευρωπης συνδυάζεται με μείωση του ΑΕΠ .(  σε  αντιθεση με αυτό που συμβαίνει στις χώρες της Β.Ευρωπης )
Η οικονομική πολιτική της ΝΔ , διαμορφώνοντας το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον  (συνέχιση των  μεταρρυθμίσεων εκσυγχρονισμού  , ψηφιοποίηση του κράτους  ,  μείωση της γραφειοκρατίας , γενική μείωση των αμεσων  φόρων και των εταιρικών φόρων , διοχέτευση πόρων  του ΕΣΠΑ και του ταμείου ανασυγκρότησης σε παραγωγικούς τομείς ,   ενεργειακή πολιτική – ΑΠΕ  κλπ  , κλπ… ) είχε ως αποτέλεσμα :
  • την προσέλκυση επενδύσεων και ειδικότερα επενδύσεων τεχνολογίας
  • τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης
  • την αύξηση του ΑΕΠ σε υψηλότερα επίπεδα από το 2011
  • την αύξηση των δημοσίων εσόδων από τον ΦΠΑ  (σε συνδυασμο με τον   πληθωρισμό )
  • την μειωση  της σχέσης χρέους / ΑΕΠ από το + 200%  στο 173% . Η εν λόγω μείωση επηρεάζει θετικά   τους όρους δανεισμού του κράτους από τις αγορές
  • τα μειωμένα επιτόκια δανεισμού σε σχέση με την Ιταλία .
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι οι ” αγορές ” αγοραζουν  (επενδύοντας σε ) προοπτικές .
Άρα προς το παρόν ,   τα συγκριτικα χαμηλότερα επιτόκια  μεταφράζονται σε σχετικη εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών για το μέλλον της Ελληνικής οικονομίας και στην ικανότητα της να ανταπεξελθει στις δανειακές υποχρεώσεις της . Δηλαδή , οι προοπτικές προκύπτουν από  το υψηλό ποσοστό ανάπτυξης λόγω του διαμορφωμένου οικονομικού περιβάλλοντος .
Η  άλλη στρατηγική αυτή της ανακατανομής μεσω της αύξησης της εταιρικής φορολογίας , σε αυτές που θεωρούνται ότι έχουν υπερκέρδη  θα οδηγήσει σε περιορισμένες δυνατότητες κοινωνικής πολιτικής και αύξησης μισθών .
Γιατί ;
Διότι η αύξηση των εταιρικών φόρων θα οδηγήσει σε μείωση των επενδύσεων και  συγκριτικα σε   μείωση  του ποσοστού ανάπτυξης .
Αυτό θα έχει ως συνεπεια , σε συνδυασμό με την μείωση του ΦΠΑ , την μείωση των εσόδων  δηλαδή τον περιορισμενο δημοσιονομικό  χώρο για κοινωνική πολιτική . Επίσης θα περιορίσει και τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα για αύξηση των μισθών .
Το συγκριτικά  χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης θα έχει αντίκτυπο και στη συμπεριφορά των αγορών , διότι η σχέση χρέους / ΑΕΠ δεν θα μειώνεται αρκετά γρήγορα καθώς καθως ο παρονομαστής δεν θα αυξάνεται με σχετικά υψηλούς ρυθμούς
Τα υψηλότερα επίπεδα επιτοκίων δανεισμού από τις αγορές  , θα έχουν ως συνέπεια την υψηλότερη  εξυπηρέτηση χρέους , δηλαδή  απαίτηση για  μεγαλύτερα δημοσιονομικά πλεονάσματα .
Τελικά , η ίδια η κοινωνική πολιτική ,με  την οποία στόχευεται μια δικαιοτερη κατανομή   , πληγωνεται από αυτή τη στρατηγική .
Ας ελπίσουμε ότι η στρατηγική της αύξησης του ΑΕΠ θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη σύγκλιση με την ΕΕ τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο με την βελτιωση  των μισθών , συντάξεων, υγείας και παιδείας .
Π.Μπρατσος
Δρ.Οικονομικων επιστημών 

Καμία δημοσίευση για προβολή