Η αναβάθμιση της S&P δικαίωσε τις κατακτήσεις της Ελληνικής οικονομίας. Νέος στόχος: η ευημερία των αριθμών να αναβαθμίσει και τα νοικοκυριά

Eπιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο 2,5% το 2024 βλέπει η ΕΤΕ

«Η Ελλάδα σήμερα είναι μία θετική έκπληξη σε ένα περιβάλλον αρκετών αρνητικών ειδήσεων, έχοντας πια δρομολογήσει μία πορεία αναπτυξιακή πολύ δυναμική με απολύτως τακτοποιημένα τα δημόσια οικονομικά» δήλωσε την Παρασκευή το πρωί ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Και η απόδοση επενδυτικής βαθμίδας στην ελληνική οικονομία από τη S&P το ίδιο βράδυ τον δικαίωσε.

Όπως επεσήμανε το economico (Κώστας Μποτόπουλος) “η αναβάθμιση σημαίνει όχι απλώς αναγνώριση μιας πολυετούς προσπάθειας, αλλά και μείωση κόστους δανεισμού, μεγαλύτερη εξωστρέφεια, περισσότερες επενδυτικές ευκαιρίες –όλα εξαιρετικά σημαντικά για μια οικονομία που δεν έχει πιάσει ακόμη τα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα και παλεύει να γυρίσει σελίδα”.

Ετσι, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ορόσημο, όχι μόνο διότι επανατοποθετεί τη χώρα στους επενδυτικούς προορισμούς κεφαλαίων μακροπρόθεσμης απόδοσης, αλλά και επειδή διαμορφώνει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας για το ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Έξι ελπιδοφόρα μηνύματα

Σήμερα η Ελληνική οικονομία παρουσιάζει ελπιδοφόρα στοιχεία για την ανάπτυξη της χώρας, την πρόοδο των επιχειρήσεων και την προκοπή των νοικοκυριών:

  • οικονομική μεγέθυνση μεγαλύτερη από το μέσο όρο της Ευρωζώνης,
  • μείωση της ανεργίας,
  • σχετική αύξηση των εισοδημάτων και των επενδύσεων,
  • ανοδική πορεία μετοχών και ομολόγων,
  • υψηλά επίπεδα κατανάλωσης,
  • εντυπωσιακή πορεία του πρώτου οικονομικού «προϊόντος» της χώρας, του τουρισμού.

Ακόμη και η σύγκριση λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας: την ίδια στιγμή που η οικονομία της αναβαθμίζεται, η ιταλική βρίσκεται σε πορεία υποβάθμισης, η γερμανική σε πορεία ύφεσης,  η ευρωπαϊκή γενικώς ασθμαίνει.

Οι πέντε κατακτήσεις

Σύμφωνα μάλιστα με την  Standad & Poor’s,η  σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, υποστηρίζεται από ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας και έχει ως αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους που η ίδια θέτει. Έτσι:

  • Συνεχίζεται η μείωση του δημοσίου χρέους το οποίο σύμφωνα με την S&P αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138 % το 2026, έναντι 189 % του ΑΕΠ το 2020.
  • Αναμένεται ότι οι περαιτέρω διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα μεγάλα κονδύλια της ΕΕ, θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη την περίοδο 2023 – 2026 και θα στηρίξουν τη συνεχή  μείωση του δημόσιου χρέους.
  • Προβλέπεται αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,5% για το 2023, σε γενικές γραμμές σύμφωνα με ανάπτυξη του 2,4% που παρατηρήθηκε το α’ εξάμηνο του έτους.
  • Η κυβέρνηση θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7%, παρά το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος λόγω των πρόσφατων πυρκαγιών και πλημμυρών.
  • Προβλέπεται ακόμη ένα μέσο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της τάξης του 2,3% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2024-2026.

Η άλλη εικόνα με τα ευάλωτα στοιχεία

“Τα πράγματα πάνε καλά, αλλά το καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού”, λένε όσοι παρακολουθούν με τη δέουσα ψυχραιμία τις οικονομικές εξελίξεις.

“Υπάρχει  και η άλλη πλευρά της οικονομίας, αναφέρει ο, πάντα προσεκτικά κριτικός, Κώστας Μποτόπουλος, η οποία ενδιαφέρει λιγότερο τους ξένους οίκους, αλλά την αναδεικνύει εύγλωττα η Έκθεση του ΙΟΒΕ. Μιας οικονομίας ιδιαίτερα ευάλωτης, λόγω γεωγραφικής θέσης και μορφής, σε εξωτερικές κρίσεις –σε μια εποχή που τέτοιες κρίσεις έχουν πέσει στα κεφάλια μας μαζεμένες. Με ανεπαρκείς «δομικές αλλαγές ενίσχυσης της παραγωγικότητας» και χωρίς καν προσπάθεια για «αλλαγή παραγωγικού παραδείγματος».

Αυτά τα δομικά στοιχεία εξηγούν γιατί, παρά την οικονομική μεγέθυνση, η αύξηση των εισοδημάτων δεν είναι επαρκής και, κυρίως, ισοκατανεμημένη. Γιατί η ακρίβεια σε βασικά προϊόντα είναι μεγαλύτερη από πολλών άλλων χωρών. Γιατί η μείωση της ανεργίας δεν έχει φέρει καλύτερους μισθούς και υψηλότερη παραγωγικότητα. Γιατί η ελληνική οικονομία, και η ελληνική κοινωνία, συνεχίζει να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία. Γιατί η στήριξη σε ένα μόνο πόδι, τον τουρισμό, δημιουργεί στρεβλώσεις και στην οικονομία και στο περιβάλλον. Γιατί η αγορά κεφαλαίων παραμένει ρηχή, οι ξένες επενδύσεις ανεπαρκείς, η χρήση των κοινοτικών πόρων αδιαφανής.

Η «οικονομία των αριθμών» και η «πραγματική οικονομία» βρίσκονται σε διαλεκτική, όχι σε αντιθετική σχέση: η καθεμία αναδεικνύει την αλήθεια, αλλά και τη σχετικότητα, της άλλης. Σημασία έχει η μεγάλη εικόνα: η ελληνική οικονομία προχωρά, αλλά απέχει πολύ από αυτό που θα μπορούσε να είναι και στο οποίο δικαιούται να προσβλέπει”.

 

Καμία δημοσίευση για προβολή