Η μεγάλη στροφή της Ελλάδας προς τις ΗΠΑ, η σταδιακή απoμάκρυνση της Ρωσίας, τα οφέλη και οι κίνδυνοι

Χρειάστηκαν σχεδόν σαράντα χρόνια, αλλά τελικά οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ μοιάζουν να βρίσκονται σε πραγματικό «μήνα του μέλιτος».

Η μετάβαση αυτή δεν ήταν εύκολη: χρειάστηκε η μεγάλη «συγγνώμη» του Μπιλ Κλίντον για το ρόλο της Ουάσινγκτον στο πραξικόπημα του 1967, λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί απ’ όλες τις πλευρές, η Συμφωνία των Πρεσπών, η συμβολική επίσκεψη του Μπάρακ Ομπάμα στην Ελλάδα λίγο πριν εγκαταλείψει το Λευκό Οίκο, καθώς και η ανοιχτή στήριξη των ΗΠΑ στην χώρα μας και η στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας, καθώς η Τουρκία επιχειρούσε να στήσει τις αναθεωρητικές της βλέψεις.

Ταυτόχρονα, χρειάστηκε να αλλάξει και η νοοτροπία μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου, που έβλεπε τις ΗΠΑ ως αντίπαλο και την -ορθόδοξη- Ρωσία ως ένα (πιθανό) αδελφό κράτος που βοήθησε την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον οθωμανικό ζυγό πριν από περίπου 200 χρόνια. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αυτή η αντίληψη μοιάζει να έχει αλλάξει: σε πρόσφατη δημοσκόπηση, οι Έλληνες θεωρούν τις ΗΠΑ ως τον πλέον επιθυμητό σύμμαχο με ποσοστό 62%. Η Ρωσία, στη δημοσκόπηση αυτή ήταν τρίτη με ποσοστό μόλις 31%.

Η κρίση και… ο ΣΥΡΙΖΑ

Σημαντικό ρόλο στην αντίληψη των Ελλήνων για τις ΗΠΑ έπαιξε η κρίση του 2010, όταν η Γερμανία επιχειρούσε με τρόπο οριακά δημοκρατικό να «πνίξει» την Ελλάδα και να την υποχρεώσει σε μια ασφυκτική πολιτική λιτότητας. Τότε τόσο ο ίδιος ο Ομπαμα, όσο και ο ΥΠΟΙΚ του, Τιμ Γκάιτνερ, αμφισβήτησαν ανοιχτά τη γερμανική πολιτική -εξοργίζοντας, μάλιστα, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- και ζήτησαν μια πολιτική που θα διασφάλιζε την ανάπτυξη και την ευημερία για τη χώρα, αντί τα «στεγνά» νούμερα του ελλείμματος και του χρέους.

Παράλληλα, όπως σημειώνει σε δημοσίευμά του το Politico, οι ΗΠΑ βρήκαν έναν απρόβέπτο σύμμαχο στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία απέλασε δύο Ρώσους διπλωμάτες το 2018, κατηγορώντας τους ότι επιχειρούσαν να προκαλέσουν αναταραχή ενόψει της Συμφωνίας των Πρεσπών και της ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ -μιας ένταξης που το 2008 είχε αποτρέψει με βέτο ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Το εντυπωσιακό, σημειώνει το δημοσίευμα, είναι ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η Ελλάδα επιχείρησε ενεργά, τόσο επί Ομπάμα όσο και επί Τραμπ, να βελτιώσει τις σχέσεις Αθήνας-Ουάσινγκτον.

Βάσεις και επενδύσεις

Ωστόσο, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, οι σχέσεις των δύο χωρών μοιάζουν βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους σχεδόν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Οι δύο πλευρές πρόσφατα υπέγραψαν την «ανοιχτή» συμφωνία για τέσσερις στρατιωτικές βάσεις στην Ελλάδα, o τέως ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, εξήρε τη στρατηγική σημασία της Σούδας, και μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις (όπως οι JPMorgan Chase, Microsoft, Pfizer, Amazon, Cisco, Tesla και Deloitte) έχουν αρχίσει να δείχνουν ενεργό ενδιαφέρον για επενδύσεις και δραστηριοποίηση στην Ελλάδα, μετατρέποντας τη χώρα σε περιφερειακό κόμβο.

Αναλυτές στο δημοσίευμα παραδέχονται ότι η μεταστροφή στις σχέσεις των δύο χώρων είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή και αγγίζει τα όρια του… απίστευτου. Ωστόσο, σπεύδουν να σημειώσουν ότι η Αθήνα αξιοποιεί και τις τεταμένες σχέσεις της Ουάσινγκτον με την Άγκυρα για να εμβαθύνει και να αυξήσει τον στρατηγικό ρόλο που η Ελλάδα παίζει στην περιοχή. Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ δεν έχασαν την ευκαιρία να μειώσουν το στρατιωτικό τους αποτύπωμα στην Τουρκία και να το αυξήσουν στην Ελλάδα, μια κίνηση win-win και για τις δύο πλευρές.

Προβληματισμός στη Μόσχα

Από την άλλη, πάντως, οι όλο και στενότερες σχέσεις της Αθήνας με την Ουάσινγκτον προβληματίζουν και ανησυχούν τη Μόσχα, η οποία βλέπει την ακριτική Αλεξανδρούπολη -η οποία είναι αδελφή πόλη ακόμα και με την Συμφερούπολη της Κριμαίας- να γίνεται στρατιωτικό κέντρο για τις ΗΠΑ στην ανατολική Ευρώπη -και δίπλα στη Ρωσία. Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε από τον port parole του Κρεμλίνου, Ντιμίτρι Πέσκοφ, ούτε από τον Ρώσο ΥΠΕΞ, Σεργκέι Λαβρόφ: και οι δύο επισήμαναν ότι η Αλεξανδρούπολη έχει γίνει… κέντρο διερχομένων Αμερικανών στρατιωτών και όπλων, με κατεύθυνση ιδίως τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.

Μάλιστα, ενώπιον της ουκρανικής κρίσης, η Αλεξανδρούπολη μοιάζει να αποκτά τεράστια σημασία για τις ΗΠΑ, καθώς από το σημείο αυτό μπορούν εύκολα και γρήγορα να μεταφέρουν στρατεύματα και υλικό σε χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που βρίσκονται στις «παρυφές» της έντασης, αποδεικνύοντας εν τοις πράγμασι την στρατηγική σημασία της χώρας σε μια περιοχή όπου μέχρι πρόσφατα η Τουρκία έμοιαζε να κυριαρχεί (παρενθετικά, να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ αυξάνονται οι φωνές που ζητούν να εγκαταλειφθεί το Ιντσιρλίκ και οι δραστηριότητές του, μαζί με επενδύσεις στην περιοχή, να μεταφερθούν στην εξίσου στρατηγικά τοποθετημένη Σούδα).

Το μέλλον και τα «τραντάγματα»

Ο ίδιος ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ σημείωσε ότι «η Αλεξανδρούπολη μετατρέπεται σε κρίσιμο κόμβο, ειδικά για τον στρατό στην Ευρώπη, για την μετακίνηση στρατευμάτων και υλικών στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ», ενώ αναλυτές τονίζουν ότι πλέον οι ΗΠΑ έχουν εξαιρετική εικόνα για τις κινήσεις του ρωσικού ναυτικού στην περιοχή. Ωστόσο, ο κ. Πάιατ υπογραμμίζει ότι το ενδιαφέρον των ΗΠΑ δεν είναι μόνο στρατιωτικό, αλλά πηγαίνει βαθύτερα και τοπικοί παράγοντες δεν κρύβουν τη φιλοδοξία τους η πόλη να μετατραπεί σε εμπορικό και ενεργειακό κέντρο.

Πάντως, το δημοσίευμα υπογραμμίζει ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας δεν είναι εντελώς ανέφελες, όπως φάνηκε και από την «τορπίλη» που έριξε η Ουάσινγκτον στον αγωγό EastMed, προκαλώντας την ικανοποίηση της Τουρκίας και απογοήτευση σε Αθήνα και Λευκωσία. Αναλυτές, δε, σημειώνουν ότι ίσως οι προσδοκίες που δημιουργούνται από την βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών να μην είναι υλοποιήσιμες από την πλευρά των ΗΠΑ. Ωστόσο, με αυτό το caveat στο μυαλό, το να είναι φίλοι Ελλάδα και ΗΠΑ στην παρούσα φάση είναι λογικό και αμοιβαία επωφελές.

Καμία δημοσίευση για προβολή