Προεδρικές εκλογές ΗΠΑ: Τι σημαίνει η «νίκη» του Τραμπ στο Ανώτατο Δικαστήριο για την κάλπη του Νοεμβρίου

Όπως είναι ήδη γνωστό, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με ομόφωνη απόφασή του έκρινε ότι ο πρώην πρόεδρος της χώρας και διεκδικητής νέας θητείας στον Λευκό Οίκο, Ντόναλντ Τραμπ, δεν μπορεί να αποκλειστεί από το ψηφοδέλτιο των προκριματικών εκλογών του Κολοράντο για τις ενέργειές του γύρω από την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021.

Το σκεπτικό

Η απόφαση αυτή ουσιαστικά ακυρώνει και αντίστοιχες αποφάσεις εξαίρεσης του Τραμπ από τις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις Πολιτείες του Μέιν και του Ιλινόι και επιτρέπει στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ να διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία της χώρας. Οπότε ο Τραμπ είναι απολύτως δικαιολογημένος που έγραψε στα social media για «ΜΕΓΑΛΗ ΝΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ» (τα κεφαλαία δικά του, προφανώς).

Ο Τραμπ είχε εξαιρεθεί από τις προκριματικές εκλογές του Κολοράντο, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας είχε κρίνει ότι με τις ενέργειές του κατά τα επεισόδια της 6ης Ιανουαρίου του 2021 είχε παραβιάσει τη 14η Τροπολογία του Συντάγματος, ως προς το άρθρο της που απαγορεύει σε όσους «εμπλέκονται σε εξέγερση» κατά των ΗΠΑ να κατέχουν οποιοδήποτε πολιτικό, στρατιωτικό ή εκλεγμένο αξίωμα χωρίς την έγκριση των δύο τρίτων της Βουλής και της Γερουσίας.

Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας υποστήριξε ότι «επειδή το Σύνταγμα καθιστά το Κογκρέσο, και όχι τις Πολιτείες, υπεύθυνο για την επιβολή του Τμήματος 3 (σ.σ. περί εξέγερσης) κατά ομοσπονδιακών αξιωματούχων και υποψηφίων, αντιστρέφουμε την απόφαση». Σημειώνεται ότι είναι η πρώτη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολείται με τη ρήτρα εξέγερσης της 14ης Τροπολογίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1868, με στόχο να απαγορεύσει σε ηγέτες των Νοτίων Πολιτειών που είχαν συμμετάσχει στον εμφύλιο να αποκτήσουν δημόσια αξιώματα.

Σαφήνεια

Η πολυαναμενόμενη απόφαση παρέχει σαφήνεια ως προς το ποιος θα εμφανιστεί στο ψηφοδέλτιο, όχι μόνο για τους ψηφοφόρους στο Κολοράντο που θα προσέλθουν στις κάλπες τη «Σούπερ Τρίτη», αλλά και στο Ιλινόι και το Μέιν, όπου οι ψηφοφόροι είχαν επίσης ζητήσει τον αποκλεισμό του Τραμπ από το ψηφοδέλτιο σε αυτές τις Πολιτείες, επικαλούμενοι επίσης τη ρήτρα εξέγερσης. Ο Τραμπ, ωστόσο, δεν έχει κατηγορηθεί ρητά για «εξέγερση» σε καμία από τις τέσσερις ποινικές υποθέσεις στις οποίες του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες.

Ως προς την πολιτική ουσία της απόφασης, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο Τραμπ όχι μόνο μπορεί να διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για τις εκλογές του Νοεμβρίου (καθώς η συνυποψήφιά του, Νίκι Χέιλι, δεν δείχνει ικανή να τον απειλήσει), αλλά και να «κυνηγήσει» την επανεκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ, μετά την ήττα του το 2020 από τον Δημοκρατικό νυν πρόεδρο της χώρας, Τζο Μπάιντεν.

Ταυτόχρονα, δίνει στον Τραμπ, ο οποίος τον τελευταίο καιρό… δεν τα πάει και πολύ καλά με τη δικαιοσύνη στις ΗΠΑ, μια πολύ βαθιά ανάσα, καθώς εμμέσως πλην σαφώς τον… απαγκιστρώνει από την κατηγορία ότι ουσιαστικά πυροδότησε την απόπειρα βίαιης κατάληψης του Καπιτωλίου στην Ουάσινγκτον από οπαδούς του, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη νομιμότητα του αποτελέσματος των εκλογών του Νοεμβρίου του 2020, απόπειρα που τρομοκράτησε όλο τον πλανήτη.

Πίεση στους Δημοκρατικούς

Από την άλλη πλευρά, όμως, η απόφαση αυξάνει δραματικά την πίεση στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, οι οποίοι βλέπουν τον Τραμπ να… ισοπεδώνει την Χέιλι και να ετοιμάζεται για την τελική επίθεση κατά του Μπάιντεν, με στόχο να πάρει εκδίκηση για την ήττα του 2020. Ο πρώην πρόεδρος στις δημοσκοπήσεις προηγείται του νυν προέδρου, αν και μια μεγάλη μερίδα των πολιτών εκφράζει τη δυσαρέσκειά της και για τους δύο υποψηφίους, σημειώνοντας το προχωρημένο της ηλικίας τους (77 ο Τραμπ, 81 ο Μπάιντεν).

Αν και πλέον θεωρείται σχεδόν αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο, φαίνεται ότι στους Δημοκρατικούς είχαν υπάρξει σκέψεις ακόμα και για… αλλαγή του Μπάιντεν με άλλο υποψήφιο (είχε κυκλοφορήσει και το όνομα της Μισέλ Ομπάμα), πιο νέο, πιο δυναμικό και πιο ικανό να αντιμετωπίσει τον Τραμπ, ο οποίος χάρη στον λαϊκισμό του και τις υπερβολές του μοιάζει να κερδίζει την ψήφο πολλών απογοητευμένων Αμερικανών, ιδίως όσων κλίνουν προς συντηρητικές απόψεις.

Παράλληλα, ο Μπάιντεν καλείται να πείσει και τους πιο προοδευτικούς ψηφοφόρους στις ΗΠΑ, καθώς στο Μίσιγκαν είδε να χάνει σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων του λόγω της συνεχιζόμενης στήριξής του προς το Ισραήλ στον πόλεμό του εναντίον της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας. Επίσης, σύμφωνα με δημοσκόπηση των New York Times, το 10% όσων ψήφισαν Μπάιντεν το 2020 δηλώνει ότι θα ψηφίσει Τραμπ το 2024, επικαλούμενο από την οικονομία, μέχρι ό,τι μπορεί να φανταστεί κάποιος.

Καμία δημοσίευση για προβολή