Τι περιμένουμε από τη συνάντηση Μητσοτάκη με Ερντογάν: Οι προσδοκίες, οι «κόκκινες γραμμές» και ο τουρκικός μαξιμαλισμός

Τι περιμένουμε από τη συνάντηση Μητσοτάκη με Ερντογάν: Αθήνα και Άγκυρα θα έρθουν πιο κοντά; Οι προσδοκίες, οι «κόκκινες γραμμές» και ο τουρκικός μαξιμαλισμός

Λίγες ώρες πριν τη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, στο περιθώριο της Γ.Σ. του ΟΗΕ, ο Τούρκος πρόεδρος φρόντισε για άλλη μια φορά να επιχειρήσει να προωθήσει την ατζέντα της Άγκυρας, σε μια κίνηση που, προφανώς, δεν έγινε τυχαία.

Από το βήμα του ΟΗΕ ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», όπως χαρακτηριστικά είπε, προσθέτοντας δηκτικά ότι «τα Ηνωμένα Έθνη δεν διασφαλίζουν πλέον την παγκόσμια ασφάλεια. Είδαμε πέντε μόνιμα μέλη να βρίσκονται σε διαμάχη», ενώ ζήτησε να αλλάξει η δομή οργανισμών που υπάγονται στον ΟΗΕ κι είναι υπεύθυνοι για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα, αν και τόνισε ότι θα εξακολουθήσει να στηρίζει όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες, ειδικά εντός των Ηνωμένων Εθνών, που στοχεύουν στην «καταπολέμηση της ισλαμοφοβίας».

Άμεση απάντηση

Η ελληνική απάντηση ήλθε άμεσα από τον υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, ο οποίος δήλωσε ότι «θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής σε σχέση με την Κύπρο, η οποία είναι κορυφαία μας προτεραιότητα σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας. Είμαστε πλήρως ευθυγραμμισμένοι με την Κυπριακή κυβέρνηση όσον αφορά την προώθηση της ιδέας μιας ενωμένης Κύπρου στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στηρίζουμε αναφανδόν τη λύση ενός ενιαίου κράτους που θα βασίζεται σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Σχέδια για λύση δύο κρατών είναι εκτός συζήτησης».

Ωστόσο, η κίνηση Ερντογάν, να αναφερθεί στο Κυπριακό εντός της Γ.Σ. του ΟΗΕ, είναι μάλλον ενδεικτική των προθέσεών του όσον αφορά στη συνάντησή του, το απόγευμα της Τετάρτης, με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη – τη δεύτερη μετά από μερικούς μήνες -, συνάντηση της οποίας προηγήθηκαν επαφές του Γ. Γεραπετρίτη με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, αλλά και διπλωματικών αποστολών και των δύο χωρών, με στόχο τον καθορισμό της ατζέντας, αλλά και την προετοιμασία για τα επόμενα βήματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου.

Μικρό καλάθι

Όχι ότι κάτι τέτοιο πιάνει εξ απήνης την Αθήνα: στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ξεκαθαρίσει ότι «τα ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με την εθνική κυριαρχία, την εθνική ακεραιότητα της χώρας, είναι ζητήματα τα οποία δεν πρόκειται ποτέ να μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από εμένα. Είναι εκτός της συζήτησης την οποία κάνουμε με την Τουρκία. Ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν, ας πούμε, με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και με τα αυτονόητα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από την ελληνική κυριαρχία σε αυτά τα νησιά. Είναι ζητήματα τα οποία δεν είμαι διατεθειμένος, υπό οποιονδήποτε όρο, να συζητήσω με την Τουρκία».

Στο ίδιο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός, πάντως, είχε σημειώσει ότι «είναι απολύτως αποδεκτό όταν έχουμε να διαχειριστούμε μεγάλα προβλήματα όπου οι θέσεις μας απέχουν σημαντικά, τα οποία έρχονται από το παρελθόν, να μην περιμένουμε ότι αυτά θα λυθούν από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά να μπορούμε να δεχόμαστε πολιτισμένα ότι συμφωνούμε που διαφωνούμε και αυτό να μην οδηγεί αναγκαστικά σε μία ρητορική επεκτατική ή σε μια ένταση στο πεδίο, όπως αυτή την οποία βιώσαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια και την οποία δεν βιώνουμε τους τελευταίους μήνες».

Η ελληνική αυτοπεποίθηση

Με απλά λόγια, η Αθήνα – και πολύ ορθά – αναγνωρίζει ότι η Άγκυρα και ο Ερντογάν δεν πρόκειται να αλλάξουν στρατηγικά: η «Γαλάζια Πατρίδα», οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο, η επιμονή για οριστική διχοτόμηση στην Κύπρο, η τουρκική επιρροή στη Θράκη, ακόμα και ο ερντογανικός αναθεωρητισμός για τη Συνθήκη της Λωζάννης, όλα αυτά αποτελούν «πυρηνικά» ζητήματα για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και η διπλωματία των σεισμών ή η συγκυρία δεν πρόκειται να αλλάξουν. Ωστόσο, ταυτόχρονα, μέσω της συζήτησης, οι δύο χώρες μπορούν (αν υπάρχει καλοπιστία) να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους και να βρουν ένα modus viventi όσο το δυνατόν πιο… ομαλό.

Από την άλλη, η αναβαθμισμένη θέση της Ελλάδας, τόσο εντός ΕΕ όσο και σε ό,τι αφορά στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οι εξαιρετικές σχέσεις της χώρας με «μεγάλους παίκτες» στην ανατολική Μεσόγειο (Ισραήλ, Αίγυπτος) και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή (ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία), η καλή πορεία της οικονομίας της χώρας (σε αντίθεση με την Τουρκία που… ζορίζεται εμφανώς) και η ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας με σύγχρονα οπλικά συστήματα δίνουν στην Αθήνα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

Πρώτα το καλό κλίμα και βλέπουμε

Οπότε, ποιες είναι οι προσδοκίες από τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν για την Αθήνα; Πρώτον και κύριον, να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αλλά και να συνεχίσει να επικρατεί ένα καλό κλίμα μεταξύ των δύο χωρών. Τώρα, αν κάποια περιφερειακά ζητήματα (π.χ. συνεργασία στο εμπόριο, τον τουρισμό ή την πολιτική προστασία) μπορούν να πάνε ακόμα κάποια βήματα μπροστά, ακόμα καλύτερα, αν και αναγνωρίζεται ότι μεγάλα θέματα είναι δύσκολο να «αγγιχθούν». Η ουσία, ωστόσο, παραμένει η ίδια: διατήρηση του καλού κλίματος, αποτροπή εντάσεων και κρίσεων και σταδιακή εμβάθυνση στο διάλογο μεταξύ των δύο χωρών.

Όσον αφορά στα επόμενα βήματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, αυτά έχουν ως εξής:

  • 16 Οκτωβρίου: (Πολιτικός διάλογος, υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου,
    υφυπουργός Εξωτερικών Μπουράκ Ακτσαπάρ)
  • 17 Οκτωβρίου: Θετική ατζεντα στην Αθήνα (υφυπουργός Εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης, υφυπουργός Εξωτερικών Μπουράκ Ακτσαπάρ)
  • Δεκέμβριος: Θεσσαλονίκη – Ανώτατο Πολιτικό Συμβούλιο

Καμία δημοσίευση για προβολή