Τι επιλογές έχει σήμερα η Σοσιαλδημοκρατία (“Keynes, Κεϊνσιανισμός και Σοσιαλδημοκρατία “)

 

Toυ Γιώργου Αργείτη, Καθηγητή, ΤΟΕ, ΕΚΠΑ και Επ. Διευθυντή ΙΝΕ ΓΣΕΕ 

 

Οι Εκδόσεις Παπαζήση πρόσφατα κυκλοφόρησαν το τελευταίο βιβλίο μου με τίτλο «Keynes, Κεϊνσιανισμός και Σοσιαλδημοκρατία».

Το βιβλίο έχει ως κεντρικό του στόχο να συμβάλει στο διάλογο για την πολιτική, ιδεολογική και εκλογική στασιμότητα, συρρίκνωση και κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Επιθυμεί να προσθέσει μια επιπλέον ερμηνευτική παράμετρο στο γιατί σε μια εποχή όπου τα ποικίλα εθνικά και διεθνή οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα απαιτούν αξιόπιστες λύσεις απολύτως συμβατές με το αξιακό φορτίο της σοσιαλδημοκρατίας, η τελευταία παρουσιάζει μια φθίνουσα πολιτική-ιδεολογική επιρροή.

Και οι πολιτικά παράδοξες συνθήκες που βιώνουμε γίνονται πιο πολύπλοκες εάν η φθίνουσα επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας θεωρηθεί ως μία από τις αιτίες αύξησης της πολιτικής αποδοχής τωνουτοπικών αφηγημάτων της ριζοσπαστικής και λαϊκίστικήςαριστεράςκαι της νεοφιλελεύθερης δεξιάς.

Το βιβλίο προσεγγίζει την μεταπολεμική εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας μέσα από την οπτική της οικονομικής θεωρίας και συγκεκριμένα της πολιτικής οικονομίας του Keynes και του κεϊνσιανισμού. Η λογική βάση του κύριου επιχειρήματος του εξελίσσεται ως εξής:

O Keynes, όπως ο ίδιος αυτό-προσδιορίζονταν, ήταν ένας φιλελεύθερος σοσιαλιστής που είχε ως κύριο σκοπό να αναπτύξει μια νέα πολιτική οικονομία που θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που δεν θα είχε ούτε τα ατομικιστικά και παρασιτικά χαρακτηριστικά του laissezfaire καπιταλισμού, αλλά ούτε και τα ολοκληρωτικά και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά του μαρξιστικού κρατικού σοσιαλισμού.

Στις δεκαετίες 1930-1940, η νέα πολιτική οικονομία του Keynes θεμελίωσε την ενδογενή χρηματοοικονομική αστάθεια των καπιταλιστικών οικονομιών και την δυνατότητα άσκησης μιας οικονομικής πολιτικής που πρόβαλλε την πρωτοκαθεδρία της κοινωνίας και του μεθοδολογικού ρεαλισμού στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας. Επιπλέον, τοποθέτησε τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη στο επίκεντρο της πολιτικής και της οικονομικής δράσης.

Η πολιτική οικονομία του Keynes συνέβαλλε την περίοδο εκείνη στην αποδέσμευση και στην υπέρβαση της σοσιαλδημοκρατίας από τον επαναστατικό ιδεαλισμό της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Όμως, η οικονομική και η πολιτική σκέψη του Keynes έτυχε πολλών και διαφορετικών ερμηνειών από τη δεκαετία του 1940 και ύστερα. Αυτό οδήγησε διαχρονικά στην ανάπτυξη διαφορετικών κεϊνσιανών σχολών οικονομικής σκέψης.

Το δεδομένο αυτό, ισχυρίζεται το βιβλίο, έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό αναλυτικό και μεθοδολογικό πρόβλημα τόσο ως προς την κατανόηση των ιδεών του Keynes, όσο και ως προς την πρακτική αξία και χρησιμότητα της πολιτικής οικονομίας του. Ο παράγοντας αυτός έχει με τη σειρά του προξενήσει σύγχυση ως προς το περιεχόμενο του όρου κεϊνσιανισμός με πολύ σημαντικές συνέπειες στην πολιτική οικονομία της σοσιαλδημοκρατίας. Ο λόγος είναι ότι η γνώση των διαφορετικών εκδοχών κεϊνσιανισμού και η υιοθέτηση εκείνης που είναι συμβατή με τις πολιτικές και κοινωνικές αξίες της σοσιαλδημοκρατίας είναι μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος της ιδεολογικής συνοχής του προγραμματικού της λόγου και της πολιτικής της αξιοπιστίας. Και ο ρόλος των οικονομολόγων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στο ζήτημα αυτό είναι καθοριστικός.

Υποστηρίζεται η άποψη ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε εκείνες τις εκδοχές του κεϊνσιανισμού που βαθμιαία την ενσωμάτωσαν μεθοδολογικά στα οικονομικά της ισορροπίας και, κατά συνέπεια, σε ένα laissezfaire πλαίσιο οικονομικής σκέψης και πολιτικής παρέμβασης ασύμβατο με τις αξίες της, την κοινωνική της βάση και τον πολιτικό ρόλο της. Και αυτό έπαιξε, σωρευτικά, σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική κρίση και την ιδεολογική παρακμή της. Η αγνόηση αυτής της θεωρητικής οικονομικής διάστασης έχει ως αποτέλεσμα να μη αξιολογούνται σωστά και να παρερμηνεύονται επιλογές οικονομικής πολιτικής υψηλής ιδεολογικής σημασίας που καθορίζουν την κοινωνική και την πολιτική ατζέντα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Έτσι ενώ η αποσύνδεση της σοσιαλδημοκρατίας από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία ήταν μια θετική στροφή από τον ουτοπικό ιδεαλισμό προς τον αναθεωρητικό πραγματισμό, η βαθμιαία θεωρητική διασύνδεσή της με τις συμβατικές εκδοχές του κεϊνσιανισμού ήταν μια αρνητική στροφή προς την ουτοπία του οικονομικού φιλελευθερισμού που υπονόμευσε τις θεμελιακές πολιτικές και κοινωνικές αρχές της.

Ο συλλογισμός αυτός οδηγεί στην κύρια πρόταση του βιβλίου ότι η πολιτική ανάκαμψη της σοσιαλδημοκρατίας τα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθεί από την αποκατάσταση του κύρους των αξιών και των αρχών της, οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό θα καθοριστούν από την προθυμία της να επανεξετάσει τα θεωρητικά θεμέλια της πολιτικής οικονομίας της βάσει του υποδείγματος του θεσμικού κεϊνσιανισμού. Υποστηρίζεται ότι μόνο μέσω αυτής της επιλογής μπορεί να εκπέμψει ένα νέο και αξιόπιστο προγραμματικό λόγο βασισμένο πάνω σε μια νέα οικονομική θεμελίωση της δέσμευσης της στα πρωτεία της πολιτικής, της κοινωνίας και της δημοκρατίας.

 

 

 

Καμία δημοσίευση για προβολή