Βόμβα από το Bloomberg: Η Ευρωζώνη οδηγείται σε ύφεση 4% το 2024! Οι τιμές στα τρόφιμα θα συνεχίζουν να αυξάνονται

Τα «σκήπτρα» διατήρησαν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς Alpha Bank και Εurobank) έναντι των υπολοίπων της ευρωζώνης

Διπλό χτύπημα στην ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης προβλέπει το Βloomberg Economics, εκτιμώντας ότι οι συνεχείς και επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ θα μειώσουν την οικονομική παραγωγή.

Την ίδια στιγμή, όπως αναλύει το δημοσίευμα γίνεται αισθητή η αλλαγή πλεύσης στο οικοδόμημα μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, γεγονός που δεν κάνει απαραίτητες πια τις κρατικές δαπάνες για τα μέτρα στήριξης τα οποία θα δίνονται πλέον στοχευμένα και με το σταγονόμετρο.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανάλυση του Bloomberg Economics με βάση το μοντέλο SHOK, η οικονομία της Ευρωζώνης θα «αισθανθεί» το 2024 τις συνέπειες του υψηλού κόστους δανεισμού, μετά από τις συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων και την σύσφιξη της πολιτικής της ΕΚΤ προκειμένου να θέσει υπό έλεγχο τον υψηλό πληθωρισμό.

  • Παράλληλα, ανάλογα με την πορεία των τιμών της ενέργειας, η άρση των μέτρων στήριξης που προωθείται, με την στήριξη της Γερμανίας, θα μπορούσε να το φέρει το πλήγμα της οικονομίας κοντά στο 5%.

Έτσι, με κριτήριο τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ προβλέπεται ότι θα ακολουθήσει ύφεση στην Ευρωζώνη που θα πλησιάσει το 4% το 2024 – ενώ την ίδια στιγμή οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται, ειδικά στα τρόφιμα, παρά το ότι η ενέργεια παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (αν και προβλέπονται αυξήσεις). Επομένως ο κίνδυνος εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού είναι πολύ μεγάλος.

Τέλος στη δημοσιονομική ευελιξία

Γιατί το 2024; Μέχρι τον Ιανουάριο, θα έχουν συμπληρωθεί 18 μήνες από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων. Τότε η επίδραση της αύξησης αναμένεται να φτάσει στο υψηλότερο επίπεδό της.

Τον ίδιο μήνα, θα τερματιστεί, μετά από τέσσερα χρόνια, η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ που περιορίζουν το χρέος και τα ελλείμματα. Για τέσσερα χρόνια οι κυβερνήσεις είχαν περιθώριο να ρίξουν χρήματα στην οικονομία για να μετριάσουν τους κραδασμούς της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Σημειώνεται ότι είναι σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για ένα νέο πλαίσιο, ωστόσο, το αποτέλεσμα θα επαναφέρει τουλάχιστον κάποιο είδος ορίου. Μόλις τον περασμένο μήνα, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συμφώνησαν ότι «η σταδιακή και ρεαλιστική δημοσιονομική εξυγίανση είναι δικαιολογημένη».

«Στους επόμενους 12 μήνες θα ζήσουμε σε μια περίοδο όπου θα έχουμε το μέγιστο αποτέλεσμα της νομισματικής σύσφιξης ταυτόχρονα με μια δημοσιονομική σύσφιξη», όπως το έθεσε ο Gregory Claeys, του think tank Bruegel.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων απειλεί να εγκλωβίσει τη ζώνη του ευρώ, σχολιάζει το αμερικανικό πρακτορείο. «Ο κίνδυνος είναι ότι η ανθεκτικότητα που έχει δείξει μέχρι στιγμής η οικονομία γεννά εφησυχασμό ενώ η νομισματική σύσφιξη έχει έρθει με καθυστέρηση», εξηγεί ο Jamie Rush του Bloomberg Economics, ο οποίος συνέγραψε την έρευνα με τη Maeva Cousin. «Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις πιθανόν δεν θα μπορέσουν εύκολα να σταθεροποιήσουν τη δραστηριότητα».

Μέχρι στιγμής, όντως η οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική. Η Ευρωζώνη παρέκαμψε τη χειμερινή ύφεση και στη συνέχεια ανέκαμψε το δεύτερο τρίμηνο, αν και με άνιση απόδοση μεταξύ των χωρών της καθώς η Γερμανία παρέμεινε στάσιμη και η Ιταλία συρρικνώθηκε.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η ΕΚΤ και τα οικονομικά επιτελεία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αντιμετωπίζουν μία σημαντική πρόκληση: είναι η οικονομία αρκετά εύρωστη για να αντέξει αυτό το πλήγμα χωρίς να διολισθήσει σε επιζήμια ύφεση;

Τα δύο στρατόπεδα

Ένα βασικό μέρος της συζήτησης για την οικονομία είναι ο βαθμός στον οποίο οι δημοσιονομικοί κανόνες θα είναι αρκετά ευέλικτοι ώστε να επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να προσαρμοστούν σε περιόδους οικονομικής πίεσης. Το θέμα αυτό όμως έχει ήδη χωρίσει την ΕΕ στα γνωστά δύο στρατόπεδα μεταξύ των χωρών της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης. Το ένα ζητάει αυτόματα όρια και το άλλο ευελιξία.

Ακόμη και χωρίς σημαντική αλλαγή στην πολιτική της ΕΕ, τα αυξημένα επίπεδα χρέους που έχουν κληρονομήσει οι κυβερνήσεις από την εποχή της πανδημίας, μαζί με το υψηλότερο κόστος δανεισμού και τον συνεχή έλεγχο της αγοράς, θα μπορούσαν να σημαίνουν μειωμένο περιθώριο δράσης, σημειώνει το Bloomberg, εκτιμώντας παράλληλα πως στην περίπτωση ύφεσης της οικονομίας, η ΕΚΤ θα γίνει το επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων, ειδικά με φόντο τη διενέργεια των Ευρωεκλογών τον Ιούνιο του 2024.

Με πληροφορίες από Bloomberg Economics

Καμία δημοσίευση για προβολή